Ο Αλέξανδρος, έπαιξε και έχασε.

Κάποτε.

Έπειτα έστησε ένα δικό του παιχνίδι αρκετά ελκυστικό για τολμηρούς αντιπάλους.

Οι κανόνες δικής του επιμέλειας, αμετάβλητοι και απόλυτοι.

Ανακάτευε τη τράπουλα και διάλεγε χαρτί σημαδεμένο, για να είναι πάντα ο νικητής της παρτίδας.

Όσες έμπαιναν στην διαδικασία να συμμετέχουν ένιωθαν σαν παιδάκια που τους ξεγέλασαν με πειραγμένα τραπουλόχαρτα.

«Η ήττα είναι δύσπεπτη», έλεγε και φούσκωνε καθώς κάπνιζε με ύφος υπεροπτικό.

Όμως όταν εξέπνεε τον καπνό από το τσιγάρο του, έβγαζε μία αμφιβολία για τα ίδια του τα λεγόμενα.

Όσο θυμάμαι τα λόγια του, τόσο πιο πεπεισμένη είμαι πως κάπνιζε όσα δεν ήθελε να πει.

Τα έκαιγε και τα απολάμβανε μέσα στις τζούρες του.

Για τον player αυτόν, η νίκη είναι τελετή.

Το τέλεια σχεδιασμένο κόλπο του δεν περιλάμβανε μόνο ποικιλία θηλυκών στη συλλογή του.

Θεωρούσε πως έχει το άγγιγμα του Μίδα και πως η παρουσία του είναι δώρο σε όσους την προσέφερε.

Οπτικοακουστικά ευχάριστη παρέα.

Ντυμένος στη τρίχα χωρίς να φαίνεται επιτηδευμένη η προσπάθειά του.

Γυαλιά μυωπίας που τον έκαναν ακόμα πιο ελκυστικό, ίσως κι απόκοσμο.

Φωνή βαριά και ομιλία κοφτή.

Βλέμματα στραμμένα πάνω του, να ταίζουν το εμφανίσιμο «εγώ» του.

Η περσόνα του εμπεριείχε και άρτιες γνώσεις σε μουσική, ταινίες, εστιατόρια, αθλητισμό.

Καλλιεργούσε το «γύρω-γύρω», αφού στο μυαλό του το «μέσα» πρέπει να παραμένει ανέγγιχτο.

Να μην το λερώσει κανείς.

Να μείνει καθαρό, αποστειρωμένο.

Έδινε πολύ αξία στο τίποτα, το θαύμαζε, το λάτρευε.

Στο «κάτι» δεν ενέδιδε γιατί μπορεί να υποψιαστεί τα κόλπα του και να μην ξεγελαστεί με το παιχνίδι του.

Κολύμπι μονίμως στα ρηχά.

Ακόμα και στον επαγγελματικό τομέα ήθελε να έχει τον έλεγχο και να είναι απλά και ξεκάθαρα  όσα έπρεπε να καταφέρει.

Τίποτα να μην παρεκκλίνει από αριθμούς και αποτελέσματα που εκείνος θα υπολογίζει για να διασφαλίζει την επιτυχία της δουλειάς του.

Μπορεί να καταπιανόταν ανά καιρούς με δήθεν μορφές τέχνης, αλλά δεν ήθελε ποτέ να εμβαθύνει σε κάτι που θα τον μπέρδευε.

Βαριόταν, τα παρατούσε και έπειτα ενθουσιαζόταν με κάτι καινούριο που ίσως του κεντρίσει το ενδιαφέρον.

Άκαρπες όλες οι προσπάθειες για να αποκτήσει ένα πάθος στη ζωή του, εκτός από αυτό που είχε για τον ίδιο.

Του ρούφαγε την ενέργεια το παιχνίδι του.

Ήταν αφοσιωμένος σε αυτό και δεν άλλαζε γνώμη και στάση.

Δεν είχε σημασία τόσο η ποιότητα, όσο η ποσότητα για αυτόν.

Όσα πιο πολλά κέρδιζε, τόσο η ματαιοδοξία του λαχταρούσε και άλλα.

«Ακόμα κι αν φάω το πιο νόστιμο πιάτο, θέλω να τσιμπήσω και κάτι ακόμα από περιέργεια.»

Αδηφάγος και με τις γυναίκες.

Ποτέ ξεκάθαρος.

Δεν ήθελε απλά να κατακτά τον αντίπαλο, αλλά να κάνει επίδειξη ισχύος.

Τις ήθελε όλες, όμως το τρικ του ήταν να σε πείθει πως και εσύ τον θες και μετά να σου αποδείξει πως δεν μπορείς να τον έχεις.

Κάθε φορά που ήμασταν στην ίδια παρέα με αηδίαζε το θράσος του.

Κολλημένο μυαλό, πεποιθήσεις προκατειλημμένες για το αντίθετο «αδύναμο» φύλο.

Είχε στηρίξει τις θεωρίες του σε μεμονωμένα περιστατικά και θεωρούσε την συμπεριφορά του αλάθητη.

«Σε μία σχέση θέλω να είμαι ο θύτης και όχι το θύμα.»

Ακόμα και όταν ήταν σε σχέση, για αυτόν ήταν ακόμα μια πρόκληση για να παίζει και σε αντίξοες συνθήκες.

Όλες για εκείνον, μα εκείνος για καμία.

«Τα ευτυχισμένα ζευγάρια, τα πιστά στον έρωτα τους τα θεωρώ εμετικά. Αδύναμα ανθρωπάκια που συμβιβάζονται είναι. Έχουν φάει το παραμύθι.»

Πίσω από την άτρωτη προσωπικότητα που είχε παρουσιάσει κρυβόταν μια ήττα.

Ήττα πανηγυρική που του έκατσε βαριά.

Αφού δεν κατάφερε ποτέ να μαζέψει τα σπασμένα, αποφάσισε να σπάει και να φεύγει κοιτώντας πίσω του τους άλλους να πατάνε τα γυαλιά και να συγυρίζουν.

Έχω να τον δω χρόνια, όμως ελπίζω να την πάτησε.

Να διάλεξε αντίπαλο που δεν τον ζύγισε καλά.

Να πήγε λίγο πιο βαθιά να πιάσει κανένα ψάρι να φάει και να μην μπορεί να το χωνέψει.

Να έκοψε και το ρημάδι το τσιγάρο που σκότωνε όλα τα ανείπωτα.

Συντάκτης: Ναντίνα Μούτου