Θέλει μαγκιά να ανοίξεις την πόρτα και να φύγεις.

Να μαζέψεις τα πράγματα, τα κομμάτια και τις αναμνήσεις σου, να μην αφήσεις τίποτα δικό σου πίσω.

Ελεύθερη πτώση από τον έκτο με τα μάτια κλειστά.

Χωρίς καβάντζα καμιά, δίχως σανίδες σωτηρίας.

Ο Βασίλης και η Ελένη μοιραζόταν το δυάρι περίπου τρία χρόνο.

Οι εντάσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, καμιά φορά άκουγα εκείνη να κλαίει με λυγμούς, να ουρλιάζει.

Ο Βασίλης ήταν ήρεμο παιδί. Τη φωνή του δεν την άκουσα ποτέ.

Γυρνούσε από τη δουλειά της αργά. Εκείνος δεν εργαζόταν.

Περνούσε τη μέρα του με φίλους και τον υπολογιστή αγκαζέ.

Ίσα που σηκωνόταν να την καλωσορίσει.

Καμιά φορά δεν σηκωνόταν καν από το γραφείο. Εκείνη του έκανε παράπονα.

«Πάλι θα κοιμηθείς;»

«Είναι ακόμη έντεκα.»

«Δεν θα βγούμε;»

Κι έβγαιναν μερικές φορές.

Ο ένας κρατούσε το κινητό του σφιχτά στο χέρι και η άλλη κοιτούσε την ώρα να γυρίσει σπίτι.

Εκείνη μιλούσε πολύ, αυτός καθόλου.

Δεν διασκέδαζαν, σκότωναν μερικές ώρες και επέστρεφαν στο δυάρι.

«Μας βλέπει κόσμος, μην κάνεις σαν παιδί. Έχουμε και σπίτι. Δεν μπορώ ρε Ελένη να σε φιλάω μπροστά σε άσχετους.»

Και θυμόταν η Ελένη κάτι νύχτες που έκαναν χειρότερα από έφηβους στον πρώτο τους έρωτα και κατέβαζε τα μούτρα στο πάτωμα.

Ο ένας καναπέ και η άλλη στο κρεβάτι. Ξέχασαν ποια ήταν η πλευρά του καθενός στο κρεβάτι.

Ξέχασε και η Ελένη τι έκανε εκεί. 

Μια φωτογραφία από διακοπές θύμιζε πως κάποτε ήτανε μαζί.

Κάποτε ένιωθε γυναίκα δίπλα του. Τώρα σίγουρα δεν ένιωθε τίποτα. Δεν θυμόταν ποια ήταν μπαίνοντας στη σχέση και δεν μπορεί να προσδιορίσει ποια θα είναι η χασούρα στην μεγάλη έξοδο.

Τα πρωινά έπινε τον καφέ της μόνη.

Μεσημεράκι που έφευγε για δουλειά,  πρέπει να ξυπνούσε κι εκείνος.

Δεν την αναζητούσε, δεν την κούραζε με περιττές ερωτήσεις.

Αδιαφορία το μετέφραζε εκείνη και το κενό μεγάλωνε.

Κάνα δύο σχόλια μόνο που το φαγητό ήθελε κι άλλο αλάτι.

Η κουβέντα τελείωνε συνήθως με εκείνη να κλαίει.

«Έχεις γίνει υστερική, δεν μπορούμε να πούμε κουβέντα.»

Και όλο τραβούσε το σχοινί εκείνη κι όλο έκανε πίσω αυτός.

Μίκρυνε το δυάρι ξαφνικά. Δεν τους χωρούσε. Και ας μην το γέμιζε τίποτα άλλο έπιπλα.

«Προσπαθώ να κάνω κάτι να είσαι ευτυχισμένος. Κάτσε να μιλήσουμε. Πάρε με αγκαλιά.»

«Τι να πούμε; Πάλι νεύρα έχεις; Δε θέλω να πιούμε κρασί, όλη μέρα μαζί είμαστε τι να σου πω.»

Καμία φορά νόμιζες πως ο ένας σιχαινόταν τον άλλον.

Άδεια βλέμματα, άδειες αγκαλιές, γεμάτα τασάκια.

Ένα πρωινό από αυτά η Ελένη ένιωσε να πνίγεται. Το ταβάνι την πλάκωνε.

Μάζεψε μερικά πράγματα και έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Ο Βασίλης έμαθε για τον χωρισμό τους από ένα μήνυμα.

Χωρίς περιττές κουβέντες και εξηγήσεις. Τα είπαν εκείνα τα βλέμματα.

« Γιατί να υποκριθούμε; Δε μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένο, ούτε εσύ εμένα. Ένα κομμάτι χάθηκε στον δρόμο. Δεν φτάνει η αγάπη.

Δεν τρέμουν τα χέρια μου όταν σε αγγίζω, δεν ακούω τα λόγια σου όταν μιλάς. »

Θέλει μαγκιά να φύγεις και πνευμόνια να υποστηρίξεις την απόφαση σου.

Η έξοδος ηρωική, φουλ τα γκάζια μετωπική με τριαξονικό.

Δεν ξέρεις αν θα έχεις ελαφρά τραυματισμένους ή νεκρούς.

Την δικαιολογώ την Ελένη,  σχεδόν την θαυμάζω.

Τον αγαπούσε τον Βασίλη μα είχε το σθένος να τον αφήσει.

Να τον απεγκλωβίσει από μια σχέση που είχε τελειώσει από καιρό.

Χρεώθηκε εκείνη τον ρόλο του κακού. Με τον καιρό θα την καταλάβει και εκείνος.

Δεν απάντησε ξανά σε μήνυμά του. Δεν πήγε ποτέ να πάρει τα πράγματά της.

Δεν ξέρω ακόμη ποιος πληγώθηκε παραπάνω, εκείνος που δείλιαζε να πάρει την απόφαση ή εκείνος που πάτησε το γκάζι, δίχως καβάντζα καμιά.

Υ.Γ Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις. Αν εκείνος πονάει τρεις, εσύ να πονέσεις εννιά. Εδώ σε θέλω, κάβουρα, που λένε, να περπατάς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του αναστενάρη, χωρίς νά ‘σαι αναστενάρης;»

Δ. Λιαντίνης – “Γκέμμα”.

Συντάκτης: Βάγια Τοπάλη