Θυμάσαι; Τις ατέλειωτες βραδινές ώρες που τα χιλιόμετρα διαγράφονταν μεταξύ μας; Θυμάσαι το γέλιο μου και το κλάμα μου στο ακουστικό; Θυμάσαι τα παραμύθια που μου διάβαζες για να κοιμηθώ; Θυμάσαι τα ποιήματα που σου αφιέρωνα και τις ιστορίες από όταν ήμουν παιδί;

Δε θα μπορούσαμε ποτέ να μετρήσουμε όλες αυτές τις ώρες που κάναμε δικές μας, που γράψαμε το όνομά μας πάνω τους και σχεδιάσαμε τα κοινά μας όνειρα. Δίναμε λίγο απ’ τον ειλικρινή μας εαυτό κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο σε εκείνες τις βραδινές μας εξομολογήσεις. Μέσα στην ημέρα μετρούσαμε αντίστροφα μέχρι να φθάσει η νύχτα, να πέσει το σκοτάδι και να λάμψουν οι αλήθειες μας, να φωτίσουμε ο ένας τον άλλον.

Τα προβλήματά μας με έναν μαγικό τρόπο τα θυμάμαι να λύνονταν, πολλές φορές πριν καν προλάβουμε να τα πούμε ο ένας στον άλλον. Τόσο ανίκανα, τόσο μικρά ήταν μέσα στις δικές μας ώρες, μέσα στη δική μας ευτυχία, έστω κι αν αυτή προερχόταν μόνο μέσα από μία τηλεφωνική γραμμή.

Θυμάμαι πώς διάλεγα τις λέξεις προσεκτικά, σαν να ήταν καθεμία από αυτές ένα μικρό μου δώρο για ‘σένα. Σου ξεδίπλωνα σιγά-σιγά τον εαυτό μου, σου έδινα λίγο-λίγο το κλειδί της δικής μου αλήθειας.

Το φως μας, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Οι βραδινές μας συζητήσεις άρχισαν να παίρνουν το χρώμα του ουρανού που τις σκέπαζε. Οι χαρές μας, τα γέλια μας, τα όνειρά μας μπήκαν σε δεύτερη μοίρα κι η γραμμή εκείνη που τόσο πολύ μας ένωνε, άρχισε σταδιακά να μας χωρίζει. Η φωνή δεν αρκούσε πια για να καλύψει τα χιλιόμετρα κι έγινε όπλο που στρέψαμε ο ένας στον άλλον. Οι τόνοι αυξανόταν μέρα με τη μέρα και τίποτα δε θύμιζε πια εκείνη την αναμονή για το νυχτερινό μας παραμύθι.

Θυμάμαι το ακουστικό που κάποτε κατεβάζαμε με μισή καρδιά και με ένα τεράστιο «σ’ αγαπώ» να κλείνει απότομα μετά από λέξεις που πονούσαν. Πονούσαν όχι γιατί ήταν σκληρές, όχι γιατί είχαν στόχο κατευθείαν την καρδιά, όχι γιατί έμοιαζαν με μαχαίρι, αλλά γιατί πήραν τη θέση συλλαβών έρωτα και λέξεων προσεγμένων, διαλεγμένων σχολαστικά.

Οι φωνές μας έτσι όπως ανέβηκαν στον ύψιστο τόνο, έτσι γκρεμίστηκαν και στη σιωπή. Οι βραδινές μας συζητήσεις αντικαταστάθηκαν από μια παγωμένο καληνύχτα. Τώρα πια δεν έχουμε ούτε αυτή. Οι λέξεις που τόσο αγαπήσαμε κρύφτηκαν πάλι μαζί με τις πληγές μας, που με τόση αγάπη είχαμε προσφέρει ο ένας στον άλλον. Τα χιλιόμετρα πήραν την αρχική τους απόσταση κι οι ψυχές βάφτηκαν το σκοτάδι της νύχτας. Μαζί με το κινητό σβήσαμε κι εμείς.

Οι ζωές μας προχώρησαν, μα οι νύχτες μας παραμένουν κενές. Οι βραδινές μας συζητήσεις με τους άλλους σε τίποτα δε μοιάζουν με τον δικό μας μυστικό νυχτερινό κόσμο. Το τηλέφωνο πια δεν εμφανίζει τα ονόματά μας. Κανείς δε μας ξυπνάει μέσα στη νύχτα. Κανένας δε μας λέει καληνύχτα. Κανένας δε ζωντάνεψε εκείνη την τηλεφωνική γραμμή της ευτυχίας μας.

Κι όμως, οι φωνές μας αγαπήθηκαν τόσο που πιστεύω πως την ώρα που εμείς κοιμόμαστε αυτές πάντα βρίσκουν τρόπο να συναντιούνται στα κρυφά. Πάντα θα αντηχούν η μία μέσα στην άλλη και μέσα σε εκείνη την τηλεφωνική γραμμή που χτίσαμε τον κόσμο μας.

Συντάκτης: Βασιλεία Παπαδημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη