Εσύ είσαι η ευτυχία μου. Παρόλο που δεν το αποδέχεσαι και προσπαθείς να με πείσεις για το αντίθετο. Ξέρεις, δεν είχες το δικαίωμα να επιλέξεις πως πρέπει να ‘μαι η παραδοσιακή ελεύθερη πρωτοετής για να ‘μαι ευτυχισμένη. Γιατί –μάντεψε– κάθε άλλο παρά ευτυχία μου χάρισε η φυγή σου. Όταν κάθε μέρα σε σκεφτόμουν και σύγκρινα το πώς ήμασταν με το πώς θα ‘πρεπε να ‘μαστε, κατέληγα να νιώθω αυτόν τον διαρκή επίμονο πόνο, που φεύγει κι έρχεται πάλι πάνω που νομίζεις πως είσαι καλά. Αυτό, λοιπόν, σίγουρα δεν ήταν ευτυχία.

Κι έβλεπα κατεστραμμένα ζευγάρια που απατούσαν και κρατούσαν τη σχέση τους από συνήθεια, ενώ εγώ θα μπορούσα να ‘μαι εκεί για εσένα. Αρκεί να με άφηνες, να με άκουγες πραγματικά όταν σου έλεγα ότι αυτό που θέλω είναι εσένα ολοκληρωτικά, χωρίς περιορισμούς κι όρια και δόσεις. Επέμενα να σου λέω πως σε θέλω κι ενώ με κοιτούσες με εκείνο το βλέμμα που το έκανε όλο αυτό αμοιβαίο, μέσα σου ακύρωνες όσα έδειχνες να νιώθεις, γιατί μου άξιζε μια “φυσιολογική” –όπως έλεγες– φοιτητική ζωή. Όταν το μόνο που ήθελα ήταν να υπάρχεις στη ζωή μου, όπως εγώ θα υπήρχα στη δική σου, αν με άφηνες.

Κάτι που προφανώς δεν έκανες και πιθανόν να μην είχες σκοπό ποτέ να κάνεις∙ να με αφήσεις να σε αγγίξω βαθύτερα απ’ τη σάρκα σου. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε η χιλιομετρική απόσταση. «Εγώ σχέση από απόσταση δεν κάνω» έλεγες κάθε φορά που πάλευα να σε πείσω. Άκου εκεί, να παρακαλάω για πρώτη μου φορά κάποιον που μπορεί τόσο εύκολα να πορευθεί σύμφωνα με τις αρχές που έχει θέσει και να μην επηρεάζεται ούτε στο ελάχιστο απ’ τα όσα νιώθει.

Αδιάλλακτος. Αυτό ήσουν. Ειδικά γι’ αυτό το θέμα δεν άκουγες κουβέντα, ήσουν σαν ετοιμόρροπος τοίχος που ό,τι κι αν του έλεγες στο τέλος θα έπεφτε να σε πλακώσει ώστε να επιβληθεί και να επικρατήσει έτσι η άποψή σου. Κι ας ήμουν ο στόκος που σκόπευε να μπαλώσει τις τρύπες, τις χαραμάδες και τις πληγές.

Πάντως, το σίγουρο είναι ότι δεν υπήρξε κάτι που να ‘χα θελήσει περισσότερο από όταν ήμουνα παιδί. Σε ήθελα τόσο που ανέπνεα με δυσκολία όταν σε σκεφτόμουν για ώρα, σαν να με μούδιαζε η σκέψη σου. Σε ήθελα τόσο που έπλαθα σενάρια για το τι μπορεί να περιείχε το πρόγραμμα της ημέρας σου, απλά και μόνο για να φανταστώ τη φιγούρα σου να αλληλεπιδρά με ανθρώπους και να σε ερωτευτώ λίγο ακόμη. Ήταν σαν να επιλέγω καθημερινά να σε ερωτεύομαι κι άλλο λίγο. Κι ας ήθελες να με προστατέψεις από αυτό. Δεν υπήρχε γυρισμός στο μονοπάτι της διαδικασίας «δίνοντάς σου τον εαυτό μου», όπως ψευδώς σε έκανα επανειλημμένα να νομίζεις.

Λοιπόν, μάντεψε και το άλλο, δεν άδραξα τη μέρα, ούτε σταμάτησα ποτέ να σε σκέφτομαι, δε με προστάτεψες με τη συναισθηματική απόσταση που κράτησες, πιο πολύ με χαντάκωσες στον λάκκο του συνηθισμένου, απλά γιατί ήταν οικείο έδαφος, ρηχό κι ακίνδυνο. Εγώ, όμως, αγάπη μου, είχα ρίξει ήδη τον εαυτό μου στα βαθιά και δεν ξέρω κολύμπι. Κι όταν ζητούσα να μου δώσεις το χέρι σου, είχες γυρίσει την πλάτη σου σίγουρος πως, όπως ήταν φυσιολογικό, θα με ‘βγαζα από εκεί γιατί ποιος δεν ξέρει να κολυμπά; Για φαντάσου, όμως…

Συντάκτης: Μαγδαληνή Μαρία Παπάζογλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη