Και στέκομαι εδώ. Εκτεθειμένη μπροστά στις σκέψεις και στις λέξεις μου, στις αναμνήσεις που όσο περνάει ο χρόνος όχι μόνο δε διαγράφονται, αλλά χαράσσονται πιο έντονα στη μνήμη μου. Στέκομαι εδώ, εκτεθειμένη στις κακές μου συνήθειες∙ στα τσιγάρα, στο φθηνό ξινό κρασί, σε ένα τραγούδι που κάποτε μου είχες αφιερώσει. Στέκομαι και δεν μπορώ να προχωρήσω. Μόνο να επιμείνω στο τώρα, μέχρι το τώρα να βρίσκεται τόσο μακριά σου που δε θα μπορεί να σε αγγίξει πια.

Δε μας θυμίζει πια τίποτα, ούτε εκείνο το παλιό εισιτήριο, από ‘κείνη την παράσταση που είχαμε δει μαζί (και δε σου άρεσε), ούτε εκείνο το κρεμαστό, που σαν αιώνια υπόσχεση κι αιώνια δεσμά κουβαλούσα πριν λίγο καιρό γύρω απ’ τον λαιμό μου, ούτε το άρωμά σου στα σεντόνια, που αντικαταστάθηκε από άλλα αρώματα κι αναμνήσεις, ούτε εκείνος ο παλιός μου εαυτός, που τόσο ερωτεύτηκες.

Αλλάξαμε, κι όλα γύρω μας αλλάζουν. Προχωράς εσύ μαζί τους κι εγώ γραπωμένη από καθετί μικρό και ξεφτισμένο, προσπαθώ ακόμα τον κόσμο που έχτισες μέσα μου να διατηρήσω.

Δε γράφω πια για ‘σένα ποιήματα, κι απόψε παρασύρθηκα σε εκείνον τον απαγορευμένο μας κόσμο. Όχι για πολύ! Ίσα-ίσα, να δώσω λίγο νόημα στις λέξεις που πάντα εσύ γεννούσες, καταλάβαινες και ζωντάνευες μέσα μου. Σ’ αυτές τις λέξεις που τόσο σε αγάπησαν και δεν τόλμησαν ποτέ να σ’ αποχαιρετήσουν.

Δεν υπάρχει τίποτα πια εδώ. Τίποτα στα όνειρά μας, στις ελπίδες μας. Κι όμως, κάθε τόσο βρίσκω μία ευκαιρία να σε αναφέρω, να προφέρω το όνομά σου και να χαμογελάσω νοσταλγικά, σαν κανένας πόλεμος να μη συνέβη, σαν απλώς μία μέρα, τυχαία, να χωρίσαμε.

Σε αναφέρω περισσότερο σαν κομμάτι μου, παρά ως άνθρωπο. Βλέπεις, για ‘μένα δε θα γίνεις ποτέ ένας απλός άνθρωπος αλλά η αιτία όσων είμαι σήμερα, όσων άλλαξα απ’ το χθες κι όσα ονειρεύομαι να κάνω αύριο. Είσαι ο άνθρωπος που μου έμαθε τι σημαίνει «σ’ αγαπώ», κι ακόμα κι αν αλλάξει παραλήπτη μετά από χρόνια, σίγουρα για ένα δευτερόλεπτο, όταν το προφέρω, θα θυμάμαι τα μάτια σου.

Δε γράφω για να σε φέρω κοντά μου, γράφω μόνο για να σου δείξω πως σε φυλάω μέσα μου. Πώς να ξεχάσω εγώ τον άνθρωπο που έχτισε όλο μου τον κόσμο; Πώς να ξεχάσω τις βραδινές μας συζητήσεις κι εκείνα τα πρώτα ποιήματα του έρωτα, που σου έγραφα κοιτώντας σε στα κλεφτά; Πώς να ξεχάσω τον τρόπο παλέψαμε μέχρι τελευταία στιγμή να σώσουμε μία αγάπη που μας κατέστρεφε λίγο-λίγο; Πώς να ξεχάσω εμάς, που ήμασταν μια εξαίρεση σε αυτή την ευκολία που επικρατεί σήμερα και με πληγώνει;

Φτάσαμε στην τελευταία παράγραφο, καιρό πριν. Μα ακόμα και τώρα τίποτα δεν έχω να σου γράψω. Δε χωράει αντίο στην ιστορία μας, κι ας είναι αυτό το τέλος. Εγώ και σε μια δεύτερη ζωή εσένα θα αγαπήσω. Εγώ πάλι για ‘σένα θα γράφω και θα τραγουδώ, αφού πια έχεις γίνει η πιο αγαπημένη μου κακή συνήθεια…

 

Συντάκτης: Βασιλεία Παπαδημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη