Καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με πράξεις που ανεπαίσθητα περνάνε μπροστά απ’ τα μάτια μας και ελάχιστες φορές αντιλαμβανόμαστε τη σημασία τους προτού σβήσουν. Άλλες φορές μπορεί να είμαστε εμείς οι δράστες και να μην καταλαβαίνουμε καν, αφού αποτελούν κομμάτι της ανθρώπινης φύσης μας ακόμα κι αν ενίοτε προσπαθούμε να το κρύψουμε. «Τυχαίες πράξεις απρόσμενης γενναιοδωρίας». Οι τέσσερις αυτές λέξεις χρησιμοποιήθηκαν από τον κύριο Κωνσταντίνο Τζούμα σε μια συνέντευξη του στο Ted Talk του Πανεπιστημίου του Πειραιά. Σαγηνευτικός συνδυασμός λέξεων με ένα ιδιαίτερο μήνυμα που σαν το αντιληφθούμε ίσως προσθέσουμε λίγες σταγόνες αισιοδοξίας γύρω μας.

Στις «τυχαίες πράξεις απρόσμενης γενναιοδωρίας» δεν εμπίπτουν οι σπουδαίες εκείνες πράξεις που παίρνουν μορφή μέσα από φιλανθρωπικές οργανώσεις, απ’ την αιμοδοσία ή οποιαδήποτε άλλη μορφή προσφοράς στα πλαίσια εθελοντισμού. Είναι αυτές οι μικρές καθημερινές πράξεις που σαν τις σκεφτείς όταν τελειώσει η μέρα σού δίνουν μια ανάσα και σου υπενθυμίζουν πως υπάρχει ακόμη ανθρωπιά. Είναι εκείνη η φορά που έδωσες τη θέση σου στο μετρό σε έναν κύριο που φαινόταν πραγματικά κουρασμένος και η άλλη που έδωσες προτεραιότητα στο σουπερμάρκετ στην ηλικιωμένη που βρισκόταν πίσω από σένα στην ουρά. Είναι κι εκείνη η στιγμή που παρατήρησες ένα νεαρό παιδί να προσφέρει φαγητό και νερό σ’ ένα αδέσποτο που τριγυρνούσε έξω απ’ το σπίτι σου.

Αυτές οι μικρές καθημερινές πράξεις σαν τις προσέξεις κρύβουν λίγη μαγεία. Είναι η στιγμή που για λίγο παραμέρισες τον εγωισμό σου και αφιέρωσες ελάχιστες στιγμές σε κάποιον άλλο, χωρίς να περιμένεις τίποτα απολύτως, και ίσως και να το έκανες ακούσια. Η στιγμή που βγήκες από τη φούσκα του προγράμματός σου και παρατήρησες τον κόσμο γύρω σου. Ένα χαμόγελο, μια «καλημέρα» και ένα «ευχαριστώ» μπορεί να κάνουν κάποιον να ξεχάσει για λίγο τις σκοτούρες και τα καθημερινά μικροπροβλήματα.

Σε έναν κόσμο με δισεκατομμύρια ανθρώπους συχνά γινόμαστε μισάνθρωποι. Σαν τα ποντίκια μοιάζουμε πλέον, εγκλωβισμένοι σε μια αέναη τρεχάλα με τους εαυτούς μας. Με τους γρήγορους ρυθμούς που κατακλύζουν τις ζωές μας από τις πρώτες πρωινές ώρες μέχρι που θα κλείσουμε τα μάτια μας το βράδυ, δεν παρατηρούμε πλέον γύρω μας. Δύσκολα θα χαμογελάσουμε στον ξένο που μας βλέπει, επειδή φοβόμαστε μη μας μιλήσει. Δε χρειάζεσαι να αφιερώσεις ιδιαίτερο χρόνο για να βάλεις το λιθαράκι σου για ένα καλύτερο «αύριο». Μπορείς απλώς να προσφέρεις ένα πιάτο φαγητό στον ηλικιωμένο γείτονα που ξέρεις πως δεν έχει βοήθεια. Δυστυχώς κάποιες φορές ξεχνάμε να είμαστε «ανθρώπινοι». Ο άνθρωπος δεν πορεύεται μόνος, χρειάζεται κι άλλους για να αλληλεπιδρά, να επηρεάζεται, να εξελίσσεται. Βαρετός είναι ο δρόμος σου σαν πορεύεσαι μόνος.

Κι αν πάλι οι εκδηλώσεις προς πρόσωπα που δε γνωρίζεις σε κάνουν να αισθάνεσαι άβολα, υπάρχουν πολλοί τρόποι να είσαι γενναιόδωρος, φτάνει να το θες. Μπορείς να είσαι γενναιόδωρος και μέσα στη ζώνη ασφαλείας σου με τους δικούς σου ανθρώπους. Απόψε χάρισέ τους την αγκαλιά σου, ένα κομπλιμέντο και λίγο από τον χρόνο σου. Πότε αγκάλιασες τελευταία φορά τη μητέρα ή τον αδερφό σου; Πόσο μας έχει λείψει αυτή η αγκαλιά, και πόσο θαυματουργή μπορεί να αποδειχθεί. Η γενναιοδωρία είναι κι αυτή μια μορφή αγάπης, μοναδική, εντελώς αλτρουιστική που ζητά αποδοχή χωρίς να περιμένει ανταπόκριση. Χαρίζοντας γενναιοδωρία ίσως βοηθήσεις κι άλλους ανθρώπους να δώσουν κάτι απ’ τον εαυτό τους και σιγά-σιγά ίσως το λιθαράκι γίνει βουνό.

Το παρακάτω απόσπασμα αποτελεί βίωμά μου, ντρέπομαι στη θύμησή του μα έκτοτε προσπαθώ να επενδύω περισσότερο σε αυτές τις «τυχαίες» πράξεις. Ίσως το δικό μου βίωμα βοηθήσει κι εσένα να παρατηρήσεις λίγο καλύτερα τον κόσμο γύρω σου.

Κάποτε με προσέγγισαν στον δρόμο δυο άντρες που μύριζαν ιδρώτα και ποτό. « Άστεγοι», σκέφτηκα από μέσα μου ή « ζητιάνοι θα ‘ναι και λεφτά θα θέλουν». Προχώρησα, ήθελα να τους αγνοήσω, μα επέμεναν να μου φωνάζουν. Σταμάτησα και με πλησίασαν. « Δε θέλουμε χρήματα» , μου είπαν, «το μόνο που θέλουμε είναι να μας χαρίσει το χαμόγελο σου, γιατί χθες ήταν μια πολύ δύσκολη και κρύα βραδιά» . Χαμογέλασα, έσκυψα το κεφάλι από την ντροπή μου γι’ αυτά που σκέφτηκα και έφυγα. Ντράπηκα, γιατί παρ’ όλα τα πτυχία μου, αυτοί ήταν πιο άνθρωποι από εμένα.

Συντάκτης: Χριστίνα Τρακοσιή
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.