Το βράδυ ήπιαν. Στην αρχή ήταν πολύ άβολα όλα, αλλά ήπιαν πολύ. Είχαν καθίσει κάπως απομονωμένα σε ένα μικρό ιταλικό. Χαμηλωμένα φώτα, ωραία μουσική, μερικά sms στα κινητά και των δύο.

Αυτή ήταν ένα κέρινο ομοίωμα γυναίκας. Όπως αυτά που μένουν όταν πάρεις από μια διασημότητα όλο της το αίμα και αφήσεις μόνο το εξωτερικό περίβλημα. Ένα κερένιο σώμα με εξαιρετική πλαστική κίνηση.

Ήρθε και κάθισε απέναντί του με ένα φανταχτερό πορτοκαλί κοντό φόρεμα. Και ασορτί πεδιλάκια. «Χριστέ μου» σκέφτηκε. «Ευτυχώς δεν φόρεσα σορτς! Πού νομίζει ότι ήρθε;»

Ήταν ένα άδειο βάζο ραγισμένο. Είχε φορέσει έναν εντυπωσιακό φράχτη. Αλλά δεν έκρυβε ούτε ένα εκατοστό από το κενό της βλέμμα. Ούτε κι από το διάφανο μυαλό της. Θα αναρωτιόταν σίγουρα τι ακριβώς κάνει εκεί μαζί του. Γιατί του ζήτησε να βγούνε. Τι πιθανότητα έχει με έναν τύπο σαν κι αυτόν. Χωρισμένη πρόσφατα. Απατημένη πρόσφατα. Κι έτοιμη για το στόμα ενός καινούργιου λύκου.

Αυτός είχε φτάσει νωρίτερα. Χωρίς φράχτες αυτός. Έβγαζε τις φρίκες του στο τσίρκο να τις βλέπουν όλοι να τις χαίρονται. Όταν τον είδε καθισμένο της φάνηκε πολύ κουρασμένος. Του το είπε. Αυτός της χαμογέλασε πικρά. Φαινόταν να έχει εξασκήσει αυτό το πικρό χαμόγελο άπειρες φορές. Τελειοποιημένο σχεδόν. Άνετα μπορούσε να σε ξεγελάσει για αληθινό. Και πολλές φορές ήταν. Της είπε μια κοινοτοπία και προσπέρασε το σχόλιο. Μετά άρχισε να της μιλάει ακατάπαυστα. Για την ζωή του. Για τον κατεστραμμένο γάμο του. Για την κόρη του. Για τις φιλοσοφίες και τις παπαριές του. Τον άκουγε με υπομονή και σκεφτόταν σε πόσες άραγε να έχει επαναλάβει τα ίδια και τα ίδια.

Κι αναρωτιόταν αν με αυτές τις αηδίες περιμένει να πηδήξει αργότερα το βράδυ.

Προνόησαν όμως κι οι δυο τους να πίνουν. Το πρώτο μπουκάλι κρασί τελείωσε αργά. Το δεύτερο πολύ γρηγορότερα. Φτάσανε να γελάνε με τα εκατέρωθεν αδιέξοδά τους. Δύο σπασμένες βάρκες που ανταμώσανε στη μέση μιας ακίνητης λίμνης. Έτοιμες για νέα ναυάγια. Ήπιαν πολύ να εξωραΐσουν το λίγο. Πλήρωσε εκείνος. Τον ρώτησε για το ποσό. Την κοίταξε με χαμογελαστά μάτια.

«Αυτό είναι το λιγότερο γλυκιά μου» σκέφτηκε. «Σου ετοιμάζω πολύ μεγαλύτερο λογαριασμό». Το έπαιξε μεθυσμένος. Της ζήτησε να τον βάλει στο κρεβάτι του. Στο δρόμο έτρεχε σαν παλαβός να γλιτώσει…

Αυτή τον ακολουθούσε με το αμάξι της.

«Έχεις μεγάλη αυτοπεποίθηση τελικά» του είπε όταν την αγκάλιασε. «Έχεις ασύλληπτο σώμα» της απάντησε και της σήκωσε το πορτοκαλί φόρεμα.

Αυτή σκεφτόταν πόσο ψώνιο μπορεί να είναι αυτός που την αγκαλιάζει. Αυτός αναρωτιόταν τι αγκαλιάζει, ποιο σώμα θα απατήσει πάλι απόψε με ποιο σώμα, πόσοι θα κλαίνε αύριο το πρωί για το κενό του, σκεφτόταν μια κοπέλα που κάποτε ερωτεύτηκε πολύ, σκεφτόταν τις κοπέλες που τον αγαπούσαν και τις θυσίαζε πάνω στο όμορφο αυτό σώμα, σκεφτόταν ότι το δέρμα της ήταν υπέροχο στην αφή. Τον άφησε να την χαϊδέψει ώρες. Τι σημασία είχε αν ήταν αυτός ή κάποιος άλλος. Με κλειστά τα μάτια. Δεν τον άφησε να την πάρει. Δεν ήταν δική του, ούτε διατεθειμένη να δοθεί στην έπαρσή του.

Λίγες στιγμές μόνο μπήκε μέσα της για να τον εξερεθίσει περισσότερο.

Το πρωί, φόρεσε τα ρούχα της προηγούμενης νύχτας, για να νιώθει τη βρωμιά, και πήγε στη δουλειά. Είχε πικρή γεύση στο στόμα. Μία πέτρα στο στομάχι. Και πολλούς ανθρώπους κρεμασμένους γύρω από το λαιμό.

Ήταν ένα επιτυχημένο πρώτο ραντεβού.

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου