Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που όταν σε κοιτάνε, σε διαβάζουν. Που γι’ αυτούς είσαι ένα ορθάνοιχτο βιβλίο και κάτι παραπάνω – ξεβράκωτος κώλος, αν μου επιτρέπετε.

Είναι εκείνοι οι τύποι που χωρίς να προσπαθούν ιδιαίτερα, ξέρουν τι σκέφτεσαι και τι θες, το λεπτό που το θες, αλλά και γιατί το θες. Και το καλύτερο της υπόθεσης είναι ότι κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να φέρουν τη σκέψη σου όσο πιο κοντά μπορούν στην πραγματικότητά σου. 

Το κάνουν και σε αφήνουν μαλάκα, να αναρωτιέσαι πώς γίνεται ένας άνθρωπος να μπορεί να σε κάνει ό,τι θέλει, λες και ξαφνικά δεν έχεις κανένα ίχνος δικής σου ατόφιας βούλησης, λες και ασκεί πάνω σου κάποιου είδους μαύρη μαγεία, που σε έχει μετατρέψει σε ένα αρνί. Έρχονται και στα κάνουν όλα μπουρδέλο, χωρίς καμία ντροπή, σου καίνε τελείως το μυαλό.

Όμως, κάπως έτσι, αυτοί οι άνθρωποι σε κερδίζουν. Και δεν κερδίζουν μόνο εσένα, αλλά και το ενδιαφέρον σου. Όλο το ενδιαφέρον σου. Και δεν έχουν σκοπό να το χάσουν.

Όμως η κατάσταση με εσένα, ρε παιδί μου, έχει ξεφύγει πλήρως από κάθε πιθανό έλεγχο πια και έχω απηυδήσει.

Σου λέω, ήρθες και έμπλεξα. Αυτό έχει γίνει. Ή μάλλον καλύτερα, ήρθες και έχω βρει τον μπελά μου.

Εμφανίστηκες από το πουθενά και χωρίς να με ρωτήσεις, χωρίς καν να προσπαθήσεις ιδιαίτερα, γύρισες τη ζωή μου τούμπαλιν και την έκανες ανάστα ο Κύριος. Που σκατά την έκανες, δηλαδή, σαν τα μούτρα σου.

Εντάξει, σου έδωσα και εγώ την άδεια μου, βέβαια. Αλλά εσύ με καταστρέφεις, γαμώ το σπίτι σου. Το πρόβλημα, όμως, εδώ είναι ότι εσύ με καταστρέφεις, κι εγώ γουστάρω. Με επηρεάζεις, με συγχύζεις και μπερδεύομαι, αλλά μου αρέσει. Νιώθω την πλύση εγκεφάλου που μου έχεις κάνει και είναι κακό, κακό, κακό, αλλά δε με απασχολεί και πολύ, γιατί την απολαμβάνω πλήρως.

Βρέθηκες μπροστά μου και έχασα το ενδιαφέρον μου για όλα τα υπόλοιπα. Για αυτά που θα έπρεπε να με νοιάζουν, για τους φίλους μου, τις υποχρεώσεις μου, το μυαλό μου και τη λογική μου, αναρχώ ανελέητα χωρίς λόγο κι αιτία όταν βρίσκομαι μαζί σου.

Αλητεύουμε όλη μέρα και γουστάρω. Μου καις το μυαλό και δεν έχω ούτε μια απλή και ταπεινή τύψη που τα έχω παρατημένα όλα στη μοίρα τους.

Εμφανίστηκες και έχω γαμηθεί στα ξίδια, για παράδειγμα. Ποια; Εγώ, που έπινα μια φορά τον μήνα.

Ήρθες και τρώμε σαν τα ζώα, ρεμαλιάζουμε και κρεπαλιάζουμε σφηνωμένοι σε έναν καναπέ με σειρές, καφέδες και τσιγάρα, λες και δεν υπάρχει έξω κόσμος πια.

Δεν πατάω σχολή ούτε για δείγμα, επειδή κοιμάμαι ό,τι ώρες λάχει, επειδή με αποσυντονίζεις με όποιον τρόπο μπορείς όλο το βράδυ. Και μετά καταλήγω να κοιμάμαι μέχρι το απόγευμα, να μην έχω κάνει τίποτα από αυτά που θα έπρεπε να κάνω, να μη δουλέψω, να μη διαβάσω, να μην πάω για άλλη μια φορά σούπερ μάρκετ, ούτε να πληρώσω αυτά τα δύσμοιρα κοινόχρηστα. Απλώς, επειδή υπάρχεις γύρω μου και εγώ χάνω τον ειρμό μου.

Τρέχω σε πάρκα, σκαρφαλώνω σε κάγκελα και βρίσκομαι από το πουθενά σε ράντομ πολυκατοικίες και ταράτσες να αράζω μαζί σου, χωρίς να το βουλώνουμε. Και όχι τίποτα, αλλά εγώ είμαι μαλάκας και χέζομαι πάνω μου υπό κανονικές συνθήκες με κάτι τέτοια, αλλά μαζί σου απλώς αδιαφορώ, γιατί νιώθω τόση ασφάλεια που με ανησυχεί.

Και ποιος τη χέζει την εργασία και την εξεταστική; Τι να λένε κι αυτά, ρε; Εδώ υπάρχεις εσύ και θα νοιαστώ για κάτι άλλο; Αφού θα με φορτώσεις στο αμάξι και θα με πας μια και γαμώ βόλτα και πάλι θα ξεχαστώ.

Κι είσαι μαλάκας, γιατί θα μου κάνεις όλα τα χατίρια επειδή έχεις εντοπίσει τις αδυναμίες μου και θα τις εκμεταλλευθείς στο έπακρο. Και μετά, πώς να μην πέσω εγώ, μου λες; Πώς να μη χάσω κάθε σειρά που με κόπο και ιδρώτα έχω προσπαθήσει να βάλω στο κεφάλι μου; 

Και λίγο πριν αρχίσω να βαριέμαι, θα σκαρφιστείς με τον ύπουλο εγκέφαλό σου άλλα τόσα πράγματα που θα με κάνουν να αγνοήσω τα πάντα γύρω μου, και ξανά, και ξανά, και ξανά.

Με κάνεις αυτοκαταστροφική και εγώ γελάω, κι ας καίγεται ο κόσμος γύρω μου, εμένα ούτε θα ιδρώσει το αυτί μου.

Μάλλον γιατί με σένα, ο δικός μου κόσμος καίγεται καλύτερα.

Συντάκτης: Δάφνη Παπαϊωάννου