Γράφει η Ευδοκία.

 

Είναι αστείο το γεγονός ότι θυμάμαι κάθε μας συζήτηση από την αρχή έως το τέλος. Πότε μου έπιασες το χέρι για πρώτη φορά, πότε μου είπες ότι έχω όμορφα μάτια. Θυμάμαι τα βράδια που με αποχαιρέτησες φιλώντας με στα δύο μάγουλα, σαν να ήμασταν φιλαράκια, θυμάμαι πότε το φιλί αυτό άρχισε να μοιάζει περισσότερο κινηματογραφικό και πότε άρχισε να γίνεται κομμάτι μιας τρελής μου φαντασίωσης.

Θυμάμαι τις μέρες που με νευρίαζες και ήθελα να φωνάξω δυνατά μέχρι να χάσω τη φωνή μου, αλλά κρατιόμουν για να μη σε τρομάξω. Θυμάμαι τις νύχτες που έμεινα ξύπνια γράφοντας τις σκέψεις μου για να μην τις ξεχάσω. Με έκανες να χαίρομαι τόσο πολύ που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Ήθελα να μάθω τα πάντα για ‘σένα, τι σε κάνει να φοβάσαι, να ντρέπεσαι, να γελάς, να πονάς. Ήθελα να γίνω το μυστικό που κρύβεις.

Θυμάμαι μάλλον περισσότερα απ’ όσα πρέπει και περισσότερα απ’ όσα συμφέρουν εσένα, αλλά κι εμένα. Θυμάμαι τα λάθη μου ένα-ένα, τις αμήχανές μου απαντήσεις και τις ηλίθιες ανασφάλειές μου. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που με κάλεσες στο σπίτι σου. Άργησα μια ώρα, αλλά με περίμενες και με υποδέχτηκες τόσο άνετα. Ευτυχώς δεν μπορούσες να ακούσεις τις σκέψεις μου και το άγχος που ένιωθα τη στιγμή που άνοιξες την πόρτα.

Αν βγάζαμε να μετρήσουμε τα λάθη που κάναμε, θα σε κέρδιζα χωρίς δεύτερη σκέψη. Είναι το ταλέντο μου να καταστρέφω όμορφες στιγμές. Κι έχω χαλάσει τόσες όμορφες στιγμές μαζί σου που έχω χάσει το μέτρημα. Δέχομαι λοιπόν, όλο το φταίξιμο και δε με πειράζει που έφυγες χωρίς να με χαιρετήσεις. Κι εγώ στη θέση σου το ίδιο θα έκανα.

Ενώ όμως θυμάμαι τα πάντα από την πρώτη μέρα που σε γνώρισα, δεν μπορώ με τίποτα να θυμηθώ πώς και πότε σε ξεπέρασα. Απλά ξύπνησα μια μέρα και δεν ήσουν η πρώτη μου σκέψη και το ίδιο βράδυ παρατήρησα πως είχα περάσει πολύ όμορφα και χωρίς εσένα. Η απουσία σου δε με πείραξε, μάλιστα φρόντισα να μη σε συναντήσω τυχαία πουθενά. Ενώ πάντα μου έφτιαχνες τη διάθεση, αυτό έπαψε να ισχύει μέσα σε μια στιγμή διαύγειας που είδα καθαρά πως απλά δεν πάει άλλο να καταστρέφουμε ο ένας τον άλλον.

Σήμερα σε σκέφτηκα εξαιτίας μιας ταινίας που είχαμε δει μαζί στο σινεμά και έτυχε να δω μια άλλη του ίδιου σκηνοθέτη. Ήταν το πρώτο μας ραντεβού και η πρώτη ταινία που είδαμε ποτέ μαζί. Μου είχες πει ότι μύριζα ωραία κι εγώ είχα γελάσει γιατί δε με είχες συνηθίσει σε τέτοια σχόλια. Εκεί ακριβώς σε ερωτεύτηκα. Είχε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ και βρήκες δικαιολογία να αγκαλιαστούμε. Αυτά τα θυμάμαι λες και ήταν η ταινία που φτιάξαμε μαζί και τώρα παίζει στο μυαλό μου και πραγματικά χαίρομαι να τη βλέπω.

Η ταινία όμως τελείωσε και η ζωή συνεχίζεται. Δυσκολεύτηκα πολύ βλέποντας το τέλος αλλά το είδα, χωρίς να κλείσω τα μάτια και περίμενα μάλιστα μέχρι να μαυρίσει η οθόνη για να σιγουρευτώ πως δεν έχει κι άλλο. Κι από την άποψη του συναισθηματικού προϋπολογισμού δηλαδή, δε μας παίρνει. Οπότε δε με νοιάζει το πώς και το γιατί. Με νοιάζει μόνο το από ‘δω και πέρα.

Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω, γιατί απλά πήρες όλα όσα είχα. Και τα δικά σου δεν τα θέλω πια. Σ’ ευχαριστώ για τη φαντασίωση, σ’ ευχαριστώ για τ’ όνειρο αλλά τώρα χρειάζομαι λίγη πραγματικότητα. Έζησα τη μαγεία και δε θα την ξεχάσω ποτέ. Κουράστηκα όμως να πετάω στα σύννεφα. Ήρθε η ώρα να πατήσω στη γη.