Γράφει η Κ. 

 

Πάντα σε παρατηρούσα. Ποτέ δεν το κατάλαβες. Για την ακρίβεια ποτέ δε με κατάλαβες να βρίσκομαι δίπλα σου. Δεν ήμουν αυτή που θα παρατηρούσες, αυτή που θα φλέρταρες και θα προσπαθούσες να πλησιάσεις με το κλασικό κέρασμα ενός ποτού, ίδιου με αυτό που πίνω. Η ξαδέρφη του κολλητού δεν είναι πάντα σαφώς η πρώτη επιλογή για να ενδιαφερθείς, αλλά ούτε καν έδωσες την ευκαιρία για να με γνωρίσεις. Και πέρασε ο καιρός. Είχα να σε δω νομίζω τρία χρόνια.

Δεν ήμουν κορίτσι των social media. Για την ακρίβεια δεν είχα ούτε facebook, ούτε instagram, ούτε τίποτα άλλο συνδεόμενο μ’ αυτά. Κι αποφάσισα να κάνω. Και εννοείται πως σε προσέθεσα απευθείας δίχως καν να το πολυσκεφτώ. Και με πλησίασες. Όμως χωρίς καν να θυμάσαι ποια είμαι, από πού με ξέρεις. Πόσο πιο πολύ να γίνει αισθητό το γεγονός ότι ποτέ σου δε με πρόσεξες. Δε με πειράζει όμως. Ξέρω ότι δε φταις εσύ. Η ηλικία φταίει που γνωριστήκαμε. Πάντα θα έβρισκα μια καλή δικαιολογία για να μπορώ να νιώθω καλά. Όχι με εσένα, αλλά με τον εαυτό μου.

Και μου μιλάς. Προσπαθείς να μου δείξεις το ενδιαφέρον σου. Το μυαλό λέει να μη σου δώσω σημασία. Πως αν ήθελες να με μάθεις, να ασχοληθείς μαζί μου θα το είχες κάνει νωρίτερα. Κι εδώ είναι η καρδιά. Εδώ χτύπησε η καρδιά τόσο δυνατά. Εδώ ένιωσα σαν να μου έδωσαν αυτό που τόσο πολύ ήθελα αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να το αποκτήσω. Και ήταν μόνο ένα απλό ενδιαφέρον. Ένα απλό ενδιαφέρον σου να μου μιλήσεις, να δεις ποια είμαι, να επικοινωνήσεις μαζί μου. Η καρδιά χτύπησε πραγματικά δυνατά. Λες και ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, ενώ ήταν μια από τις πολλές φορές που ένιωσα να σε θέλω τόσο πολύ. Να μη με νοιάζει τι σκέφτεσαι εσύ, αλλά να ξέρω τι σκέφτομαι εγώ. Κι αυτά που σκεφτόμουν ήταν αρκετά για να με κάνουν να πέσω μια και καλή αμαχητί.

Και συνεχίσαμε να μιλάμε. Και οι μέρες έγιναν μήνας. Ώσπου το πήρα απόφαση και ήρθα να σε βρω. Μπήκα σε ένα αεροπλάνο κι ήρθα. Η προσγείωση ήταν πιο αγχωτική από όσο περίμενα. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Την ένιωθα να χτυπάει τόσο δυνατά και τα χέρια μου να τρέμουν· σχεδόν είχα ξεχάσει τι κάνω και πού είμαι. Αλλά ήμουν ήδη αρκετά πιο κοντά σου. Και τώρα όλα θα ήταν πιο ξεκάθαρα. Όταν σε είδα τα πόδια μου μούδιασαν, οι πεταλούδες είχαν τρελαθεί μέσα μου και η ανάγκη να σε νιώσω γινόταν πιο απειλητική από ποτέ.

Και με ακούμπησες. Με αγκάλιασες, με έσφιξες στα χέρια σου και μου έδωσες το πιο αγνό και τρυφερό φιλί στο μάγουλο. Ήταν σαν να έκαιγε το δέρμα μου και η κάψα αυτή ήταν η μεγαλύτερη ικανοποίηση. Δεν είχα το κουράγιο καν να σε κοιτάξω. Ένιωθα ήδη να χάνομαι και να παραλύω στα χέρια σου, στο άρωμά σου. Αφέθηκα να με κάνεις ό,τι θες. Και το έκανες. Το χέρι σου χάιδευε τόσο όμορφα κι απαλά τα μαλλιά μου, το στόμα σου και η ανάσα σου τόσο καυτή πάνω μου. Δεν υπήρχε κάτι άλλο που θα μπορούσε να με ταξιδέψει κι είχα μόλις κάνει μια τρίωρη πτήση. Είναι η στιγμή που με κάνεις να νιώθω ευγνώμων. Ευγνώμων που ζω τον έρωτα στην πιο τρυφερή του μορφή. Το στόμα σου, το βλέμμα σου, η φωνή σου, ο τρόπος που με κοιτάς, αυτά είναι που ερωτεύομαι όλο και περισσότερο. Γιατί για εσένα μπορεί να είναι μια γνωριμία. Για εμένα όμως είναι ένα ερωτικό ποίημα που μόλις άρχισε να γράφεται.

«Τώρα με τη δική σου αναπνοή ρυθμίζεται το βήμα μου κι ο σφυγμός μου» (Γιάννης Ρίτσος).

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου