Γράφει η Αθηνά Παπασταύρου.

 

Πόσο μπορούν δύο σώματα που κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, που το ένα ακουμπάει το άλλο, να μην ηλεκτρίζονται από την ένταση που δημιουργείται ανάμεσά τους; Πώς μπορούν να μένουν αμέτοχα στις επιταγές της σάρκας; Πώς λειτουργεί το μυαλό; Εκείνο άραγε διατάζει το σώμα; Κι αν ναι, τότε γιατί το δικό σου έμεινε αμέτοχο σ’ αυτή την ιστορία;

Γιατί δύο άνθρωποι που –αν και φαινομενικά εκ διαμέτρου αντίθετοι–  «κολλάνε» τόσο πολύ μεταξύ τους και μοιράζονται κάπου ανάμεσα σε νύχτες που ο κόσμος ξεχνάει να ξημερώσει και βόλτες με το αυτοκίνητο σε μέρη που δεν πρόκειται ποτέ να είναι τα ίδια πια, γιατί χάνονται, όσο περνάει ο καιρός;

Θα μου πεις πως μας πρόλαβε η πραγματικότητα. Πως έκοψε βίαια τα δεσμά μας και σήκωσε τα παντζούρια, ώστε να μπει το φως και να ξυπνήσουμε. Κι έτσι έγινε. Μόνο που εγώ ξύπνησα κι έλειπες από το κρεβάτι μας. Το πάπλωμα που σκεπαζόμασταν και κάτι βιβλία π’ άφησες εδώ κείτονται πια στο πάτωμα κι ούτε να τα μαζέψω δεν έχω όρεξη.

Ξυπνήσαμε βίαια κι όσα αισθανθήκαμε δεν πρόλαβαν να πάρουν καν μορφή και σχήμα. Έμειναν ανερμάτιστα κάπου στις παρυφές του μυαλού, κρυμμένα καλά πίσω από βλέμματα και μισοτελειωμένες προτάσεις. Κάτι σκόρπια «ήθελα να σου πω», κάτι ξεψυχισμένα «άσε, δεν είναι καιρός ακόμα», κάτι που πάντα ήθελες να μου πεις, αλλά ποτέ δε βρήκες το θάρρος. Κάτι που έγραψα κι ακόμα παλεύω μέσα μου, αν πρέπει να στο στείλω.

Εμείς οι δύο, ξέρεις, ξεκινήσαμε σαν φίλοι. Θυμάσαι, άραγε ή όλα τα ξέχασες πια; Μη με διακόπτεις λίγο, σε παρακαλώ. Άσε με να σου μιλήσω κι ύστερα θα σωπάσω. Δυο πράγματα μονάχα θέλω να ξέρεις.

Σαν φίλοι, που λες. Κάτι βράδια σαν κι αυτό σ’ έναν καναπέ κάπου σ’ ένα σπίτι δανεικό που μιλάγαμε ώρες ατελείωτες, που αστειευόμασταν και βλέπαμε ταινίες. Τότε που σου άνοιξα την καρδιά μου γι’ όσα μ’ είχαν πονέσει. Εκείνα τα βράδια που κι εσύ μου εκμυστηρεύτηκες τα πιο σκοτεινά σου μυστικά. Ξεγυμνώθηκε ο ένας μπροστά στον άλλον και παρόλα αυτά, μάτια μου, παραμείναμε κι οι δύο τυφλοί ή κι ανήμποροι –ποιος ξέρει να μας πει– στα μεγάλα.

Μα εγώ δε σε θέλησα μόνο για τα μεγάλα. Για τα μικρά σε ήθελα. Για τα καθημερινά. Για το γέλιο που μου χάριζες απλόχερα. Για την πίτσα που μου έφτιαχνες κάτι βράδια στη μέση του χειμώνα. Για το σχήμα που έπαιρνε το σώμα σου, όπως κούρνιαζε στον καναπέ κι ας μη μ’ άφηνες να κοιμηθώ. Για τις ατάκες μας. Για τα «καμένα» σήριαλ που βλέπαμε στην τηλεόραση. Για τα τραγούδια που κοροϊδεύαμε. Εμείς οι δύο μονάχοι απέναντι σ’ όλον τον κόσμο.

Κι όσο σε συνήθιζα, όσο προσπαθούσα να καταλάβω την έλξη μεταξύ μας, όλα αυτά που ένιωθα αλλά δεν μπορούσα να τα εξηγήσω, όσο προσπαθούσα να εκλογικεύσω και να αφομοιώσω τ’ ανομολόγητα, τόσο εσύ μου ‘δινες περισσότερο υλικό για να επεξεργαστώ και με παρέσερνες σε μία δίνη.

Σε κάθε σου πράξη, μία δική μου αντίδραση. Στην κάθε σου λέξη μία δική μου απόκριση. Και κάπως έτσι, σαν να ‘μασταν πάνω σε μία τραμπάλα συναισθηματική, σαν συνένοχοι στο ίδιο έγκλημα, σαν καλοκουρδισμένες κούκλες που κάνουν κύκλους η μία γύρω από την άλλη, κυλούσαν οι μέρες κι οι μήνες. Ώσπου χάθηκες.

Δεν ξέρω πόσος καιρός πέρασε από τότε. Αρκετός, όμως, για να μπορέσουν να κατασταλάξουν όλα όσα βρίσκονταν μέχρι τότε στον αέρα. Κι όταν κάθισε πια η σκόνη παχιά-παχιά πάνω στα έπιπλα, φάνηκαν όλα όσα κρυφά χαράσσαμε πάνω τους τόσον καιρό.

Εκεί κατάλαβα γιατί με πονούσε τόσο η απουσία σου. Γιατί το σπίτι μου έμοιαζε άδειο κι άχρωμο πια χωρίς εσένα. Γιατί μου έλειπε το γέλιο σου. Γιατί όλα αυτά που συνωμοτικά λέγαμε τα βράδια με στοίχειωναν κάθε που ξημέρωνε.

Ναι, σωστά μάντεψες. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου, όπως κι εσύ. Κι ας το αρνείσαι πεισματικά. Κι ας τρέχεις προς κάθε αντίθετη κατεύθυνση, επειδή δε βρίσκεις το θάρρος να με κοιτάξεις στα μάτια και να μου το πεις. Σ’ αυτή τη φωτιά που καίει κι οι δύο μας ρίξαμε ξύλα για ν’ ανάψει. Φοβάσαι;

Τι φοβάσαι; Πως θα καείς; Μα, μάτια μου γλυκά, τη φωτιά αυτήν την ανάψαμε για να ζεσταθούμε τα βράδια, για να φωτίζει το καθετί σκοτεινό μέσα μας και γύρω μας. Μη ψάχνεις άλλο στις σκιές. Μη φοβάσαι τα φαντάσματα. Έλα και σου υπόσχομαι πως θα σου κρατώ το χέρι, όπως θα διασχίζουμε αυτό το σκοτεινό μονοπάτι μέχρι να βγούμε στην άλλη πλευρά.

Ξέρεις τι θέλω; Μια βόλτα με τ’ αυτοκίνητο μαζί σου, έτσι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Κι εκεί να σου πω όλα όσα σκέφτομαι. Όλα όσα νιώθω.

Θέλω να σου πω, πως δεν μπορώ να σου κρύβομαι άλλο. Όλο αυτό το διάστημα συνειδητοποίησα ότι αισθάνομαι διαφορετικά για ‘σένα κι ας μη σου είναι σαφές. Ότι με πονάει έτσι όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση μεταξύ μας. Ότι δε διαθέτω πλέον την αντοχή ν’ ανταγωνιστώ όλες αυτές που συναναστρέφεσαι για να κερδίσω μια θέση στην καρδιά σου. Δεν μπορώ.

Στην τελική είμαι αυτή που είμαι κι όχι αυτή που νομίζεις πως είμαι: ένα πλάσμα ατίθασο και κυνικό μέχρι αηδίας. Εσύ, ειδικά, θα έπρεπε να ξέρεις πόσο ηλιθιωδώς ευαίσθητη είμαι. Ότι γελάω πολύ, γιατί πονάω πολύ κι όταν σιωπώ, έχω ήδη σπάσει μέσα μου.

Πέρασα πολύ δύσκολα προσπαθώντας να κατανοήσω όλα όσα συνέβησαν. Αυτά που ειπώθηκαν κι εκείνα που δεν είπαμε ποτέ. Μου λείπεις, ξέρεις, κι ούτε να στο πω δεν μπορώ.

Κι αφού κατάφερα και ξέμπλεξα το κουβάρι, στα σερβίρω όλα. Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, ίσως και να με ειρωνεύεσαι. Δικαίωμα σου κι αυτό. Εγώ όλα στα ‘πα. Ξέρεις πού να με βρεις. Και να είσαι σίγουρος για ένα πράγμα: κι εγώ αγαπώ την ελευθερία μου, όπως κι εσύ.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αθηνάς Παπασταύρου: Πωλίνα Πανέρη