Δίπλωνε τα σεντόνια στις επτά. Έκανε καφέ για δύο, όσοι κι αν ήταν, και στις οκτώ ήταν ήδη στο αυτοκίνητο. Στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, σε κάθε στάση, περνούσε όλη η χθεσινή νύχτα.
Σχεδόν κάθε της νύχτα έμοιαζε με τη χθεσινή. Τι τραγικό να σου χουν χαρίσει τόσες νύχτες και να τις ντύνεις όλες με το ίδιο νυχτικό.
Νυχτικά δεν φορούσε. Τα τελευταία δυο χρόνια εκείνος ήταν το νυχτικό της. Σατέν και χιλιοφορεμένο. Δεν της πήγαινε το σατέν, την έκανε πολύ κυρία, την έπνιγε.
Ήταν από κείνους που με το που τους δεις, θα έκοβες το κεφάλι σου πως δεν είναι πλασμένοι για να ‘ναι μαζί, πως δεν είναι πλασμένοι για πολλά. Εκείνοι όμως ήξεραν τι τους ενώνει.
Ποθούσαν τον έρωτα. Ήταν άρρωστοι και του υποτασσόταν. Τα σεντόνια τους ήταν πάντα μουσκεμένα. Το σατέν νυχτικό ξεγλυστρούσε στις έντεκα. Κάθε βράδυ. Έδιναν ραντεβού στον έρωτα και εκείνος δεν τους έστηνε ποτέ.
Ένιωθαν πως τα σώματα τους μόνο μπλεγμένα μπορούν να επιβιώσουν. Όχι απαραιτήτως του ενός με του άλλου.
Νύχτωνε και τα χέρια του τραβούσαν τις κλωστές των μαλλιών της. Έπλεκε υφαντά πάνω στο σώμα της. Ζωγράφιζε με τα δόντια του τα πιο κρυφά σημεία του κορμιού της.
Και εκείνη ανταπέδιδε. Αυθόρμητα, πηγαία και ενστικτωδώς. Καθόλου συναισθηματικώς, μα και καθόλου μηχανικώς. Σημείο αναφοράς τους το πάθος.
Αυτή ήταν η λέξη κλειδί, εκείνη που τους ξεκλείδωσε τα σώματα και ύπουλα τους έτρωγε αργά αργά το παρόν.
Πήγαινε μία και άλλαζαν οι ρόλοι. Πλέον τους βάσταγαν οι τοίχοι. Ιδρωμένα σώματα σε σατέν τοίχους. Στις ραγάδες των τοίχων κυλούσε το άρρωστο εκείνο πάθος που τους ένωνε.
Δεν μπέρδευαν τον έρωτα με το σεξ, ούτε το πάθος με τη σχέση. Δεν προσδοκούσαν τίποτα πέρα από αυτό που είχαν κι αυτό που είχαν ήταν αυτό που ακριβώς προσδοκούσαν.
Τους ένωνε ο ενικός, το παρόν και η ηδονή. Τους ένωνε η νύχτα κι ο έρωτας. Τους κρατούσε ζωντανούς ο νεκρός ορίζοντας των επιθυμιών τους.
Δεν έκανε κανείς φτερά. Τερμάτιζαν τα πάθη τους πριν τους τερματίσουν.
Σε κείνες τις γνωστές τους νύχτες κρυβόταν μέσα η ζωή κι ο θάνατος. Κρύβανε μέσα στη νύχτα όσα μπορούσε κι εκείνη να αντέξει. Πετούσαν πάνω στο σατέν, μουσικές και στίχους. Μόνο έτσι ολοκληρώνονταν το πάθος.
Και ξημέρωνε. Πήγαινε επτά και ξεγλιστρούσαν ύπουλα όλα τους τα πάθη. Πεταμένα στο ξύλινο παρκέ τα πατούσαν και μάτωναν.
Μάτωναν που ξημέρωνε, τους μάτωνε ο ήλιος τα μάτια.
Ο ήλιος εκείνος ο ύπουλος τους άρπαζε τα άρρωστα πάθη και τα έκανε ακτίνες του.
Κοφτερές και καφτές.
Που τους χαράκωναν.
Άθεοι, μα έκαναν προσευχές. Να χουν για πάντα το ίδιο πάθος. Να μη ξημερώνει. Να πηγαίνει οκτώ και να μην είναι στο αμάξι. Να κρυώνει ο καφές τους και να τους αρέσει πιο πολύ.
Και τα σεντόνια, αυτά τα σεντόνια προσεύχοταν να ήταν πάντα υγρά και ζαρωμένα.