Γράφει ο Μ.

 

 

Κόκκινα χείλη ή ροζ, πάντοτε η ίδια απορία στο μυαλό μου, για το τι χρώμα θα επιλέξω. Ύστερα θα πρέπει να αναρωτηθώ, με ποιο θα είμαι πιο αρεστός στο ευρύτερο κοινό. Πώς τα φέρνει ο χρόνος, να γίνομαι ξαφνικά ένας κομπάρσος στην ίδια την εμφάνισή μου και να νομίζουν oι άλλοι κάθε φορά πως θέλω να δίνω μια παράσταση, έτσι για να αρέσω. Και τότε μπαίνω ξανά σε δίλημμα για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο λεπτό που τάραζα το μυαλό μου με τα χρώματα· αλήθεια θα πρέπει να αρέσω;

Πουκάμισο αντί για φόρεμα, καλή επιλογή για μια κοινή διασκέδαση, σαν αυτή που κάνει ο κάθε ένας από εμάς. Κακή επιλογή για μένα. Ακόμη κι αν τα Σαββατοκύριακα λατρεύει ο κόσμος να περπατάει «στα ψηλά», εγώ θα πρέπει για μια ακόμη φορά να πέσω στα χαμηλά, ακόμη κι αν τελικά φορεθούν τακούνια. Ποιον νοιάζει; Όλους εκείνους που συνηθίζουν τα Σάββατα να βγαίνουν βόλτα, όπως εγώ.

Μήκη και υφάσματα; Κι όμως, πολλοί δε φορούν πράγματα που τους ταιριάζουν, είτε επειδή δεν ταιριάζουν με το ύφος, είτε με το χρώμα, είτε με το σώμα που ζητάει η εποχή και κανείς δεν έχει στ’ αλήθεια. Αλλά εγώ, γιατί διαφέρω τόσο πολύ και τραβώ όλα τα βλέμματα στο δωμάτιο ενώ υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι στο χώρο που δεν ταιριάζουν με τα γούστα μου; Όχι, με τίποτα, μήκη και υφάσματα, πρέπει να βρω τα σωστά.

Πάντοτε η ίδια απορία, για το πώς θα φερθώ στον σύντροφό μου, να τον πιάσω από τη μέση ή δειλά από το χέρι; Κι ενώ γνωρίζω πως σε μια Αθήνα περπατούν χιλιάδες κόσμου κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, θα ξεχωρίσουν τα δικά μας. Σίγουρα, θα εκπέμπουν τη λάμψη της ευτυχίας. Ή το πρόσωπο της ευτυχίας, εκείνο που πολλοί αντίκρισαν στα πρώτα κιόλας λεπτά, εκείνο που προσπαθώ να δω κι εγώ σαν κοινός θνητός στην κοινωνία που ζούμε. Κι όσες φορές κι αν έζησα το πρόσωπο αυτό να γίνεται ένα πάνω στο δικό μου, αντίκρισα θυμό, δυστυχία. Ακόμα κι αν δεν προκάλεσα, ακόμα κι αν δε μίλησα προσβλητικά. Κι ενώ γνωρίζω πως, ούτε σε εκείνη την ένταση δε θα έπεφτε λόγος σε κανέναν για να μου πει τη γνώμη του, καθώς δε γνωρίζει τη δικιά μου, θα δεχόμουν κάθε κοινωνική κριτική επάνω στη ζωή μου. Αλλά, τώρα ο θυμός, να, κάπως με μαγκώνει.

Επειδή επέλεξα να διασχίζω τα στενά της Αθήνας αγκαλιά με το ταίρι μου, μόνος μου, στολίζοντας με χρώμα εκείνο το σκοτεινό στενό; Γνωρίζω, πως τα χρώματα που φορώ πάνω μου, τραβούν το κάθε μάτι, όπως κι αν τα φορούσε μια κοπέλα ή ένας νεαρός, θα τραβούσαν την ίδια προσοχή. Ήμουν εγώ, εκείνος που τραβούσα τα βλέμματα κι όχι τα χρώματα πάνω μου, ήταν ο τρόπος που περπατούσα, ήταν η αναπνοή που έπαιρνα κάθε φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με παρέες αντρών, που έμειναν να με δείχνουν με το δάχτυλο κι επέλεγαν με τον ίδιο τρόπο να δείχνουν και το σώμα μου, χωρίς να φτάνουν ποτέ στα μάτια μου.

Είστε ακόμη θυμωμένοι μαζί μου, επειδή επέλεξα να περπατήσω πάνω σε ψηλοτάκουνα για να δω τον κόσμο από ψηλά; Σας θυμώνει, που με χαϊδεύει ο σύντροφός μου, τόσο ταπεινά στο μάγουλο, σαν να μου λέει «εγώ είμαι εδώ»; Κι αυτό, γνωρίζω πως δεν μπορούν να μου το δώσουν όλοι κι ούτε θα ήθελα άλλωστε, να με αγγίζει όλος ο κόσμος στο πρόσωπο σαν να είμαι κάποιο μνημείο που κάποιος ξέχασε να του βάλει την ταμπέλα «μην αγγίζετε». Είμαι εγώ, ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, με τη μόνη διαφορά, ότι επέλεξα να είμαι λίγο πιο χρωματιστός εσωτερικά κι εξωτερικά. Άλλωστε για αυτό δεν υπάρχουν και τα τόσα χρώματα;