Γράφει η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου.
Και θα αναρωτιέσαι καθώς διαβάζεις γιατί σε άφησα: Πώς εγώ η αδύναμη και η ονειροπόλα έβαλα στην πρώτη γραμμή της μάχης την λογική μου και έφυγα;
Αναγνώρισα τον κίνδυνο στον τρόπο που χανόμουν όλο και περισσότερο σε αυτό που μας είχε παρασύρει. Δεν άντεχα να σε μοιράζομαι άλλο. Ήθελα να σε δω να βάζεις φωτιά στην συμβατική σου ζωή, να σταματήσεις να το παίζεις προστάτης και να με πιάσεις απ το χέρι να με φιλήσεις με τον τρόπο που το έκανες όταν με είχες αγκαλιά και να μου πεις «Είμαι εδώ».
Σε ένα παιχνίδι εξουσίας βάζεις όρους για να προστατεύεσαι και αυτό έκανα μαζί σου. Ύψωνα κι άλλο τα τείχη της καρδιάς μου και όμως τα κατέρριπτες! Δεν ήθελα να πέσω, δεν ήθελα να παραδοθώ σε εσένα γιατί δεν θα άντεχα να μαζεύω ερείπια! Και όλο αυτό τον καιρό το πείσμα μου με έκανε να πηγαίνω κόντρα στην λογική σου που μου υπενθύμιζε τους όρους που από κοινού είχαμε βάλει!
Ήταν Δευτέρα όταν μου είπες πως είσαι ερωτευμένος μαζί μου, εκείνη την Δευτέρα που πέταξες το προσωπείο σου. Σαράντα λεπτά μακριά σου ήμουν μόνο, όταν μου έγραψες πως γεννηθήκαμε για να δυστυχήσουμε μάτια μου. ‘Ολη την μέρα είχε αυτόν τον ανοιξιάτικο ήλιο που λατρεύω αλλά εκείνη την ώρα ένα σύννεφο στάθηκε πάνω απ το λεωφορείο και η μπόρα κράτησε τόσο όσο έπρεπε για να πάρω εγώ την απόφαση και για τους δυο μας! Bad timing baby σου έγραψα και ο εγωισμός μου στάθηκε κυματοθραύστης.
Και εγώ ήθελα να περάσουμε το Σαββατοκύριακο μαζί. Να ξυπνήσουμε και να κάνουμε αγκαλιές στο κρεβάτι απ’ αυτές που σε βρίσκει το μεσημέρι, να σου μαγειρέψω και ας καίω μέχρι και το τοστ, να ακούσουμε μουσική, να πάρουμε δυο καρέκλες και να βγούμε στο μπαλκόνι σου να φωτοσυνθέσουμε με έναν καφέ στο χέρι, να μου κάνεις ερωτά, να μου λες γελώντας πως σου θυμίζω την μαμά των παιδιών σου. Να φιλάς το χαμόγελο μου.
Όμως ήξερα πως αν γινόταν αυτό δεν θα έβρισκα την δύναμη να φύγω! Ούτε είχα την δύναμη να το τελειώσω με σένα να στέκεσαι απέναντί μου.
Γι’ αυτό οι αποφάσεις πάρθηκαν με συνοπτικές, μ’ ένα λ’αστιχο σφηνωμένο στα δάκτυλά μου να δέχεται την πίεση, με λίγα λόγια και μια θέση στο ΚΤΕΛ.
Μπορεί ν’ αμφιβάλλεις ακόμη, μπορεί να μας συζητάς με άλλους και να μην μπορείς να βγάλεις άκρη. Μπορεί να πιστεύεις πως μου ήσουν κάτι περαστικό, τουλάχιστον πριν φύγω σου είπα πόσο σ’ ερωτεύτηκα.
Κι ας με είχες πει κάποτε άνιωθη.