Γράφει η Τζέι

Το βλέμμα μου εστίασε πάνω σου, κρυφά, γεμάτο πάθος. Προσπαθούσα να ξεδιψάσω τις σκέψεις μου χαζεύοντάς σε. Ήσουν εκεί σ’ αυτή μου την απογευματινή βόλτα. Συναντηθήκαμε τυχαία, στεκόσουν μακριά μου κι έβγαζες μια φωτογραφία με απόλυτη προσήλωση. Χωρίς καν να το αντιληφθώ έμεινα να σε κοιτάζω και να μην μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου. Είχα χαθεί στα όνειρα που είχα κάνει για εμάς. Το χαλαρό αεράκι μπέρδευε ελαφρώς τα μαλλιά σου. Και ασυνείδητα γέλασες, σαν να κατάφερες την τέλεια λήψη. Το θέμα είναι πως αυτόματα γέλασα κι εγώ.

«Όλα καλά; Τι συνέβη;», με ξύπνησε βίαια μια φωνή. Δεν τόλμησα να πω πολλά. Οι λέξεις είχαν παγώσει κι οι επιθυμίες είχαν φουντώσει. Κατάφερα να ψελλίσω ένα «τίποτα», και απλώς να απομακρυνθώ. Οι σκέψεις ερχόντουσαν η μία μετά την άλλη στο μυαλό μου κι οι στιγμές εκείνες μου φάνηκαν αιώνιες και ήθελα να κρατήσουν για πάντα. Εσύ, ξανά, απέναντί μου και το «εμείς» να μοιάζει πιο κοντινό από ποτέ, κι ας πάει καιρός από τότε…

Δεν με ενδιαφέρουν οι στιγμές που με πλήγωσες κι ούτε εκείνες που με απέρριψες και δεν ήρθες την αγκαλιά που τόσο ήθελα. Ούτε καν το ότι με πούλησες με νοιάζει πλέον, ότι οι υποσχέσεις που έδωσες ήτανε λόγια ψεύτικα μεγάλα, ότι με έκανες να ζω με φρούδες ελπίδες. Ξεχνώ ακόμα και τα βράδια που έκλαψα. Έκλαψα και έπνιξα τις ελπίδες μέσα σε δάκρυα, σβήνοντας με κάθε αλμυρή σταγόνα άλλο ένα όνειρο. Διαγράφω και κάθε φόρα που με με αποκάλεσες λίγη, που με είδες ως καλό κομμάτι κρέας για σεξ κι έφυγες. Που σου είπα ότι σε θέλω και μου απάντησες απλώς να μην είμαι χαζή και πως εσύ δεν κάνεις για μένα. Τα καίω όλα αυτή τη στιγμή.

Στ’ ορκίζομαι. Δε με βασανίζει τίποτα πλέον. Ίσως και να σε ‘χω συγχωρέσει και ας μη μου ζήτησες ποτέ συγγνώμη. Ένα πράγμα όμως δε μ’ αφήνει να κοιμηθώ τα βράδια, να διαχειριστώ τις σκέψεις μου που ενώ προσπαθούν να ξεφύγουν, πέφτουν πάλι πάνω στα λακκάκια σου καθώς γελάς.

Νιώθεις κάτι όταν με βλέπεις; Σου λείπω; Με σκέφτεσαι, βασανίζω το μυαλό σου; Σε βασανίζω εγώ και οι παραξενιές μου, που τόσο είχα προσπαθήσει να σε κάνω να αγαπήσεις; Αυτό θέλω να ξέρω. Όχι γιατί περιμένω να γυρίσεις πίσω σε μένα, αλλά έτσι, για το γαμώτο.

Ένιωσες ποτέ; Έκλαψες μ’ ένα τραγούδι, επειδή σκέφτηκες εμένα; Βρέθηκες ποτέ έξω απ’ το σπίτι μου και μετά έφυγες επειδή δεν είχες τα κότσια να μπεις μέσα; Είπες ποτέ «μαλάκα την θέλω, τι θα κάνω;» σε κάποιον φίλο σου, εννοώντας εμένα; Είχες ποτέ την επιθυμία να με αρπάξεις και να με αγκαλιάσεις, να νιώσεις το κορμί μου; Με χάζεψες ποτέ από μακριά; Σκέφτηκες ποτέ πόσο θα ήθελα να είμαι δίπλα σου; Σε αυτές τις διακοπές, σε εκείνη την ταινία, στις δύσκολες στιγμές σου. Ήθελες ποτέ να μου μιλήσεις; Όχι για να περάσεις την ώρα σου ή επειδή έψαχνες παρέα εκείνη τη στιγμή, αλλά επειδή ένιωσες την ανάγκη να ακούσεις εμένα και μόνο εμένα. Πόσα γαμημένα scroll down έκανες στους λογαριασμούς μου στα social; Άπειρα ή κανένα;

Η αλήθεια μου είναι ότι βασανίζομαι ακόμα. Ότι θέλω να σε πάρω τηλέφωνο, να σου στείλω μήνυμα, να σου πω ότι μου λείπεις.

Άλλα για να σου λείπει κάτι, πρέπει να το είχες και να το έχασες. Κι η αλήθεια μου είναι ότι εγώ δε σε είχα ποτέ. Απλώς σε χάζευα από μακριά, κι ακόμα σε χαζεύω. Μια τζούρα ευτυχίας μου έδινες, στιγμές και μετά τις έπαιρνες πίσω. Ερχόσουν, με γέμιζες φιλιά και τότε ήμουν το κοριτσάκι σου. Και μετά έφευγες μακριά, έκανες πως δε με ξέρεις, πως δεν είχαμε τίποτα εμείς οι δύο, πως έπρεπε αυτό που γίνεται μεταξύ μας να βρούμε έναν τρόπο να το τελειώσουμε οριστικά, πως δε βγάζει και δεν οδηγεί πουθενά παρά μόνο σε αδιέξοδο. Κι εγώ έκλαιγα φωνάζοντάς σου «μείνε». Αλήθεια σκέφτηκες ποτέ να μείνεις; Να μη σηκωθείς το βράδυ να πας σπίτι σου, να έρθεις το πρωί να περάσουμε όλη τη μέρα μαζί, να πάμε μια εκδρομή, ένα ταξίδι. Ή φοβήθηκες πως αν έμενες έστω και για λίγο δε θα μπορούσες να βάλεις φρένο σ’ όλα αυτά που νιώθεις; Ότι θα σε ξεπερνούσαν και η αλήθεια θα ξεπρόβαλε μπροστά μου σε όλο της το μεγαλείο;

Ήμουν για σένα κάτι διαφορετικό ή μια ακόμα γκόμενα που γαμούσες τα βράδια που σε έπιαναν οι κάβλες σου και δεν ήθελες να αυτοϊκανοποιηθείς; Κι αν την επόμενη μέρα μ’ αγκάλιαζε κάποιος άλλος θα σε ‘νοιαζε από κτητικότητα και μόνο ή θα αδιαφορούσες από τη στιγμή που μπορούσα να είμαι παράλληλα και το δικό σου σκεύος ηδονής;

Να σου πω κάτι; Δεν καταφέρνω να γεμίσω το κενό. Εκείνα τα βράδια και μόνο που περάσαμε παρέα για μένα ήταν κάτι παραπάνω από σεξουαλική χημεία. Γίνεται να ένιωσα τόσο μονόδρομα μωρό μου; Αλήθεια γίνεται; Γίνεται να έγινες καθημερινή μου σκέψη, να έρχομαι να σε παρακολουθώ που δουλεύεις, να ρωτάω φίλους σου για εσένα, να με τρελαίνει η ιδέα μήπως δεν είσαι καλά και να ξυπνάω στον ύπνο μου με δάκρυα, γιατί λείπεις;

Και εγώ να μην περνάω ποτέ από το μυαλό σου; Να μην με χρειάζεσαι καθόλου; Να μη με χρειάστηκες ποτέ. Νιώθεις; Ή έστω ένιωσες;

 

Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.