Γράφει ο Στράτος.

Εγώ στο είπα, φονιά δε θα με καταντήσεις παλιοθήλυκο! Να τρέχω να μαζεύω τους αγαπητικούς σου και να τους μπαγλαρώνω έναν έναν.
Ήθελες να ‘μαστε μαζί; Καλώς! Θα την παρατούσες τη βρωμοδουλειά σου.

Απαρχαιωμένος λες; Στ’ αρχίδια μου σου απαντώ! Η γκόμενα η δικιά μου δε θα κουνιέται στον κάθε τυχαίο, ούτε θα προβάλλει τα βυζιά της μέσα από μισοσκότεινη μπάρα.

Το πτυχίο σου τι το ‘χεις και κάθεται; Να ‘ρθεις να μείνουμε μαζί, να ψάξεις μια δουλειά της προκοπής, να βλεπόμαστε μια νορμάλ ώρα, να μπορώ να σε παρουσιάσω στη μάνα μου χωρίς να ντρέπομαι. Πώς θα σε δείξω τώρα; Τι θα της πω; Χήρα στρατηγού κορίτσι μου, ξέρεις τι θα πει χήρα στρατηγού; Δεν την ενδιαφέρει εκείνη αν εσύ απλά βάζεις ποτά και ρίχνεις ένα χαμόγελο. Πουτάνα θα σε πει και θα ‘χει και δίκιο.

Τι με κοιτάς και δε μιλάς; Στα ‘λεγα, δε στα ‘λεγα; Πρώτη φορά τ’ ακούς;

Θα μπορούσες να τα ‘χες προλάβει όλα ξέρεις, αλλά εσύ τι έκανες; Καθόσουν κι έστελνες μηνύματα στις φιλενάδες, μασούσες τσίχλες, έκλεινες τα τηλέφωνα. Σε ποιον νομίζεις μωρή ότι θα κλείσεις το τηλέφωνο; Είχες κι άλλους σαν έμενα;

Και όμως για χάρη σου γλύκανα. Κι ερχόμουν και πάρκαρα το μηχανάκι και προσπαθούσα μέσα από το τζάμι το φιμέ να σου ρίξω μια ματιά, να δω τι κάνεις, σε ποιον χαμογελάς. Και στις πέντε το πρωί σε πήγαινα και στο αυτόφωρο για μακαρόνια με κιμά. Τι παράπονο είχες; Που δε σ’ αγκάλιαζα; Δεν είμαι εγώ για αγκαλιές, κι αυτό το ήξερες. Ολόκληρο κρεβάτι σου είχα μωρή αχάριστη, να κοιμάσαι και να στριφογυρνάς, να ‘χεις τις άπλες σου και τις ανέσεις σου.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήθελες να κολλάμε τάχαμου το βράδυ. Λες και θα σ’ άλλαζε κάτι. Λες και θα με ήθελες περισσότερο, αφού ποτέ δε με γούσταρες πραγματικά.

Νομίζεις δεν το ήξερα; Νομίζεις δεν το καταλάβαινα από τα δόντια σου τα σφιγμένα; Από το κεφάλι που πάντα έσκυβες και κοίταγες κάτω, ανάθεμα κι αν ήξερα τι κοιτούσες κάτω! Στα μάτια ήθελα να με βλέπεις, στα μάτια. Να δω τι νιώθεις, να δω γιατί δε μιλάς, να δω τι σκατά φοβάσαι!

Το χέρι μου φοβάσαι; Πόσο μεγάλο θέμα το έκανες πια! Ολόκληρη γειτονία πήγες να ξεσηκώσεις. Τι είπες; Δε σε πόνεσε το σώμα, σε πόνεσε η ψυχή; Βέβαια, στις μπούρδες για να καλύψεις τον κώλο σου πάντα πρώτη ήσουν! Κι είχες βέβαια και τη μανούλα να σιγοντάρει και να σου κάνει το μυαλό πουρέ με τον Λάμπη, το γιο του δημάρχου, που στα όπα όπα θα σε είχε κι είχε βγάλει και μια νομική κι εσύ καθόσουν κι έτρωγες την ώρα σου με το βλάχο που σου φορτώθηκε με το έτσι θέλω.

Να ‘ξερες πόσο δε με ενδιαφέρει που έλεγες ότι με αγαπάς, πόσα παιδικά κι ανόητα μου φαίνονταν τα γλυκόλογά σου, πόσο με είχαν κουράσει οι απαιτήσεις σου και πόσο ήθελα ώρες ώρες να σου πετάξω τα ρούχα απ’ το μπαλκόνι και σένα μαζί. Να πας από κει που ‘ρθες, κάθε βράδυ στο κωλόμπαρο, κορόιδο σαν εμένα δε θα έβρισκες.

Γιατί ό,τι και να ‘λεγα, ό,τι και να ‘κανα, εγώ εσένα λαχταρούσα δίπλα μου. Έστω και με το κεφάλι στο πάτωμα, έστω και με τα δόντια τα σφιγμένα, έστω κι έτσι που όποτε πήγαινα να σου δώσω ένα χάδι πεταγόσουν σύγκορμη κι έκανες δυο βήματα πίσω. 

Και ‘συ τι πήγες κι έκανες; Ν’ αυτοκτονήσεις λέει ήθελες. Και πέσανε όλοι πάνω μου να με κατηγορήσουν κι εσύ εκεί βουβή στο κρεβάτι του νοσοκομείου, με τη σιωπή σου να με κατηγορείς ακόμα περισσότερο. Έλα παραδέξου το, να μ’ εκδικηθείς ήθελες, γι’ αυτό το έκανες. Ένα θέατρο ακόμα κι εκεί, ακόμη και στο θάνατο θεατρίνα ήσουν. Αλλά δε σου ‘κανε τη χάρη κι η ζωή σε κράτησε εδώ και πάνε τώρα 53 μέρες. 53 μέρες που όλο σου μιλάω και δε σαλεύεις, που όλο σε κατηγορώ και δεν κοιτάς το πάτωμα, που τα δόντια σου δεν είναι πια σφιγμένα.

Και που μόνο ένα πράγμα περιμένω. Να γυρίσουμε στο σπίτι μας και να μ’ αφήσεις να ξαπλώσω έστω για λίγο στο πλάι σου σ’ αυτό το κρεβάτι που γαντζωνόσουν από τα μαξιλάρια, για να μη νιώθεις μόνη.

Ξύπνα και σήκω να φύγουμε.