Από την Άννα Αλεξάνδρου.
«Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο, εσένα που αγαπώ τόσο πολύ…»
Πόσες σιωπές, αντέχει ένας άνθρωπος, προτού ξεψυχήσει;
Όλες μου τις ψιθύρισες μία προς μία κι εγώ, αντί να τρομάξω και να φύγω μακριά, στέκομαι και παλεύω. Είναι που με τραβάει βλέπεις, ο ήχος της φωνής σου, που ακόμη δεν έχω ακούσει.
Πώς να σου πω την αλήθεια μάτια μου; Πώς να φωνάξεις τον έρωτα, χωρίς να πέσει και να σπάσει στο πάτωμα; Βυθίζω το κεφάλι μου στη θάλασσα και αφουγκράζομαι το βουητό του κόσμου. Κάπως έτσι μουγκρίζουν και τα σωθικά μου, κάθε φορά που σ’ αντικρίζω.
Παλεύω με το μέσα μου, με σκοτώνω και με ανασταίνω κάθε νύχτα, που κουλουριασμένη κλαίω κάτω από την κουβέρτα. Γιατί είναι πιο βαθύ αυτό που αισθάνομαι, από εκείνο που μπορώ να αντέξω. Και δεν μπορώ να το παραδεχτώ. Όχι πάλι! Εγώ η δυνατή, δεν θα ξανά λυγίσω.
Πάλι γεμίζω το σώμα μου πληγές και λερώνω το πάτωμα με το σάπιο χαμόγελό μου. Πάλι λέω παραμύθια στον εαυτό μου, για να μπορέσει να κοιμηθεί.
«Να δεις που σ’ αγαπάει και δεν το ξέρει, το έχει κάπου μέσα του βαθιά, δεν θα αργήσει να το καταλάβει, θα δεις». Είναι σαράκι ο έρωτας, όταν τον ζεις μονάχος.
Κι εγώ, που δεν τολμώ να σε κοιτάξω με το βλέμμα μου στα μάτια, έχω μάθει κάθε γραμμή και κάθε τόξο του κορμιού σου.
Πώς ανασαίνεις και κινείσαι μες το χώρο, πως γελάς και θυμώνεις με τις λέξεις και πως λεπτό το λεπτό, όλο και πιο πολύ, με κάνεις να σε θέλω.
Δεν έχει λογική η καρδιά και χορεύει με τα μαλλιά της ξέμπλεκα, γυμνή, μέσα στο δάσος. Κι εσύ ολάκερος, ο λύκος, έτοιμος να την κατασπαράξεις. Πάρε την καρδιά μου σε χρυσή πιατέλα. Σου την προσφέρω να δειπνήσεις με χαρά, εγώ που σε ξέρω τόσο λίγο, εγώ που σ’ αγαπώ τόσο πολύ.
Και η φωνή μου που τρέμει, και τα πόδια μου και τα χείλη μου και όλο μου το κορμί, είναι που προσπαθούν να σταθούν όρθια μπροστά σου. Δεν έχει λογική ο έρωτας και σέρνει ψυχές κουβαριασμένες, στο σακί του. Έτοιμος δήμιος των τρελών και λίγο παθιασμένων.
Πάρε την ψυχή μου για θυσία.
Και εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο, εσένα που αγαπώ τόσο πολύ, δεν θα στο μαρτυρήσω αυτό το μυστικό, γιατί φοβάμαι τα μάτια σου, που θα σηκώσουνε φουρτούνα και τα χείλη σου, που θα με διαολοστείλουν σαν το ψωριάρικο σκυλί.
Και έτσι θα μείνω καθισμένη στη γωνιά μου, τρελή, γεμάτη έρωτα και παραπονεμένη.