

Σαν μια ψυχή φευγαλέα, που τρέφεται με καθαρό αέρα, θερμούς ανθρώπους, ήχους κυμάτων ν’ αντηχούν, έφυγα μακριά.
Το ταξίδι δεν ήταν προγραμματισμένο «solo».
Κλείσαμε τα εισιτήρια μ’ έναν ενθουσιασμό πρωτόγνωρο. Σαν να δίνεις σ’ ένα παιδάκι την επιλογή να διαλέξει τ’ αγαπημένο του παιχνίδι.
Το πρωινό ξύπνημα εκείνης της μέρας δεν έμοιαζε με αγγαρεία· σαν μια «υποχρέωση» λυτρωτική.
Και μέσα στο συνεχές άγχος, τους γρήγορους ρυθμούς, τη χαοτική Αθήνα, βρέθηκα στο αεροδρόμιο. Ένα άγχος με διέρρεε, μα θα το ’λεγε κανείς παραγωγικό.
Ενθουσιασμένη, έχοντας επενδύσει σε μια εμπειρία ζωής που μετέπειτα θ’ άλλαζε καθοριστικά την κοσμοθεωρία μου.
Λαμβάνω τηλεφώνημα από τη συνταξιδιώτισσα. Το σηκώνω γοργά, αναμένοντας ν’ ακούσω πως ίσως καθυστερήσει. Προς έκπληξή μου, μου ανακοινώνει πως δε θα καταφέρει να πραγματοποιήσει το ταξίδι.
Κατανόησα απόλυτα την αιτία. «Μην αγχώνεσαι», μου είπε. «Θα το επαναπρογραμματίσουμε. Σόρρυ για την ταλαιπωρία».
Μια σιγουριά αφιλτράριστη πρόλαβε να μιλήσει προ εμού. «Θα πάω κανονικά».
«Μόνη σου;;;» αποκρίθηκε ξαφνιασμένη.
«Μόνη μου, ναι».
Αφού κλείσαμε το τηλέφωνο, επικράτησε σιωπή — μα τόσο δυνατή σιωπή δεν είχα ξανακούσει. Αμφιταλαντευόμουν, μα ήμουν βέβαιη πως θα το τολμήσω. Με δύο βαθιές ανάσες ανακοινώνω την κατάληξη των πραγμάτων σε 2-3 φίλες. Μένουν κι εκείνες σοκαρισμένες.
Το ταξίδι ξεκινά με την πρώτη πτήση διάρκειας 11 ωρών και 50 λεπτών. Κουραστική, σωματικά και ψυχικά. Ακόμη σκέψεις με ταλάνιζαν. Μα αν επέστρεφα, οι σκέψεις εκείνες θα πολλαπλασιάζονταν. Ήξερα πως πράττω το σωστό.
Λίγο βιβλίο, λίγη ενδοσκόπηση, λίγος «φτωχός» ύπνος, και βρέθηκα στη Σιγκαπούρη. Υπήρξε η ενδιάμεση στάση του ταξιδιού μου.
Εξερεύνησα τη χώρα, συναναστράφηκα με λίγους ανθρώπους, έφαγα βιαστικά κι επιβιβάστηκα στη δεύτερη πτήση. Κι εκεί συνειδητοποίησα πόση δύναμη κρατώ εκ των έσω.
Οι δύο υπολειπόμενες ώρες πέρασαν γοργά.
Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, έφτασα στην Ταϊλάνδη. Με παρέα ανεκτίμητη: την παρέα μου.
Κι έκτοτε, όλα άλλαξαν.
Ως άνθρωπος που ανέκαθεν φοβόταν τη μοναξιά, την εγκατάλειψη και τον εγκλεισμό στον ίδιο του τον εαυτό, κατέληξα σε λίγες μέρες ν’ απολαμβάνω κάθε στιγμή ελευθερίας.
Έμοιαζε λυτρωτικό. Ξυπνούσα το πρωί, έτρωγα το πρωινό μου κι εξερευνούσα, μ’ ένα μηχανάκι και δίχως κανένα δίπλωμα οδήγησης, μια ομορφιά ανεξήγητη.
Τα χαμόγελα που ανταλλάζαμε με τους περαστικούς, θεραπευτικά. Συνειδητοποίησα πως υπάρχει ελπίδα εκεί έξω.
Ο ήλιος καίει, η θάλασσα βροντά. Χάνομαι στα κύματα, έχοντας τα πράγματά μου παρατημένα μες στην άμμο. Δε μ’ ένοιαξε λεπτό.
ΕΓΩ, κι εγώ.
Συνδέθηκα με πτυχές του εαυτού μου που άθελά μου έκρυβα. Τις αγάπησα κεραυνοβόλα.
Ζούσα τη στιγμή. Χωρίς μπαταρία στο κινητό — χαρακτηριστικό δικό μου και διαχρονικής αξίας.
Πότιζα νεράκι τ’ αδέσποτα. Αν τύχαινε κι είχα φαγητό, τους έδινα να φάνε. Ανταποκρίνονταν μ’ ευγνωμοσύνη.
Έπαιζα με μαϊμουδάκια, κι ενίοτε μου άρπαζαν ό,τι αντικείμενο βαστούσα.
Είχα προετοιμαστεί: ό,τι αντικείμενο αξίας το κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου.
Χαμογελούσα και συνέχιζα τη διαδρομή μου.
Αντάλλασσα συχνά καλημέρες μ’ ανθρώπους που δεν είχα ξαναδεί. Και ήταν μαγικό. Γιατί ούτε και θα τους ξανάβλεπα.
Ανακοινώνω λίγες ημέρες μετά στη μαμά πως το ταξίδι μου το κάνω ολομόναχη. Το μητρικό της ένστικτο είχε πλέον αντιληφθεί την κατάσταση. Με ρωτούσε συνεχώς, «γιατί δε βλέπω τη φίλη σου;».
Κατατρομαγμένη, μα παράλληλα περήφανη. Ήξερε πως δεν υπολόγιζα τίποτα σ’ ετούτη τη ζωή.
Παρά μόνο την ευζωία που μπορούσα μόνο εγώ να μου προφέρω.
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα.
Τα ξυπνητήρια χτυπούσαν άσκοπα — αφού ξυπνούσα οικειοθελώς, με μια υπέρμετρη ευτυχία ν’ αρπάξω και σήμερα τη μέρα μου.
Με ρωτήσανε πολλοί αν αισθάνθηκα τον φόβο.
Κι απάντησα: «Τόσο ελεύθερη, δεν ένιωσα ξανά ποτέ».
Μα για να μην εθελοτυφλούμε: κάθε γυναίκα που επιλέγει να ταξιδεύει μόνη της, οφείλει να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα.
Και δυστυχώς, όχι αμυνόμενη απέναντι σε άλλες γυναίκες· μα τούτο προϋποθέτει μια άλλη, πολύωρη συζήτηση.
Αξίζει, ωστόσο, ο φόβος να σου κοστίσει μια τέτοια εμπειρία;
Σε καμία περίπτωση.
Τόλμησέ το — τόσο κοντά με το εσωτερικό σου παιδί δε θα ’χεις βρεθεί ξανά.
Κι εκεί που απρόσμενα βρέθηκα να ταξιδεύω μόνη μου, πλέον έγινε αυτοσκοπός:
Να μ’ αγαπώ, να με φροντίζω, να μου παρέχω όσα ποθεί η ψυχή και το παιδί που μέσα μου βιώνει.
Μην αναρωτιέσαι πώς. Κλείσε ένα εισιτήριο, φτιάξε μια βαλίτσα. Πάρε το βιβλίο που σου κράτησε συντροφιά στις πιο μοναχικές στιγμές, και φύγε.
Άνοιξε τα φτερά σου διάπλατα.
Ζήσε χωρίς σκέψεις για το αύριο.
Κι αν εκείνο τελικά δεν έρθει, θα ξέρεις ένα:
Οι συνθήκες υπήρξαν απαράλλαχτες,
μα η διαχείρισή σου σ’ εκείνες ήταν ηρωική.
Κι απέδωσε.
Χάρισες σ’ εσένα ό,τι μικρή αναζητούσες:
Ασφάλεια. Αγάπη. Προτεραιότητα.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη