Σε μια πόλη που ποτέ δεν κοιμάται, με γρήγορους ρυθμούς, επιφανειακές συνδέσεις και μια παγωνιά που δεν προέρχεται μόνο από τον καιρό, αλλά από τα βλέμματα των περαστικών. Σε μια πόλη όπου το γκρίζο κυριαρχεί, όχι μόνο στα κτήρια αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων. Σ’ αυτή την πόλη μάθαμε να περπατάμε γρήγορα τα βράδια, λες και κάποιος μας κυνηγάει. Δεν ήταν ποτέ πραγματικά ασφαλές να επιβραδύνουμε το βήμα, να χαζέψουμε τη φωτισμένη πόλη, να αφεθούμε στη μαγεία της νύχτας.

Μεγαλώσαμε με φόβο. Ασυναίσθητα κοιτούσαμε ανέκαθεν δεξιά κι αριστερά, κρατώντας σφιχτά το κλειδί μέσα στη χούφτα μας, κάνοντας υπολογισμούς για το πόσο κοντά βρίσκεται η πιο φωτισμένη διαδρομή. Κάποιες φορές αλλάζαμε πεζοδρόμιο αν νιώθαμε απειλή, προσποιούμασταν ότι μιλάμε στο τηλέφωνο, ελπίζοντας πως αυτό θα μας προστάτευε. Ο φόβος πως κάποιος μας ακολουθεί έγινε μια σκιά που δε μας εγκατέλειψε ποτέ. Κυριάρχησε μέσα μας, έγινε τρόπος ζωής και μας στέρησε την ανεμελιά.

Αντιμετωπίσαμε σχόλια στο δρόμο, βλέμματα που μας έκαναν να νιώσουμε άβολα, άγγιγμα εκεί που κανείς δεν είχε δικαίωμα να αγγίξει. Φοβόμασταν να κυκλοφορούμε τη νύχτα και συχνά αναπολούσαμε τα πρωινά που περνούσαν γρήγορα. Τα πρωινά, που η ζωή ήταν πιο ασφαλής, πιο προβλέψιμη. Εκείνα τα πρωινά που αισθανόμασταν φρέσκιες και γεμάτες ζωή. Τότε που δεν υπήρχε κίνδυνος κανένας, γιατί ήμασταν ακόμη μικρά παιδιά.

Νιώσαμε αδικημένες. Ευλογημένες που γεννηθήκαμε γυναίκες, αλλά ταυτόχρονα εγκλωβισμένες σε ένα σώμα που κάποιοι είδαν ως αδυναμία. Από μικρές μας έμαθαν να είμαστε προσεκτικές. «Μη φοράς προκλητικά ρούχα», «Μην περπατάς μόνη σου τη νύχτα», «Μην εμπιστεύεσαι κανέναν». Και πάντα αναρωτιόμασταν: γιατί το βάρος της προστασίας πέφτει πάνω μας; Γιατί πρέπει εμείς να προσαρμοστούμε σε έναν κόσμο που μας αντιμετωπίζει ως στόχους;

Όσα βλέπαμε στις ειδήσεις, όσα επέλεξαν τουλάχιστον να δημοσιοποιήσουν, μας καταρράκωσαν. Ο φόβος μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Μην ήμασταν εμείς το επόμενο θύμα. Μην ήμασταν εμείς το όνομα που θα προστεθεί στη λίστα των γυναικών που χάθηκαν, επειδή κάποιος θεώρησε ότι είχε εξουσία πάνω τους.

Γυναίκες της διπλανής πόρτας. Ερωτευμένες, αφοσιωμένες στον άνθρωπο που τους πήρε τη ζωή. Σα να ‘ταν κλωστή που κάποιος αποφάσισε ξαφνικά να κόψει. Και αναρωτηθήκαμε, γιατί εκείνες οι γυναίκες; Δεν είχαν τίποτα διαφορετικό από εμάς. Είχαν όνειρα, είχαν αγάπες, είχαν σχέδια για το αύριο. Αγάπησαν βαθιά και η αγάπη τους, αντί να τις προστατεύσει, τους έφερε το τέλος.

Μια φωνή ψιθύρισε νοητά, όλα σιώπησαν κι ακούστηκε δυνατότερα. «Μακάρι να ζούσαμε σ’ έναν κόσμο όπου δε θα φοβόμασταν να γυρίσουμε το βράδυ μόνες».

Μακάρι να ζούσαμε σε έναν κόσμο όπου ο ουρανός θα ήταν πάντα γαλάζιος και το γκρίζο των κτηρίων θα το βάφαμε με ζωντανά, δραστήρια χρώματα. Μακάρι ο φόβος να μην είχε ριζώσει μέσα μας από τα παιδικά μας χρόνια. Να μην κουβαλούσαμε διαρκώς την αίσθηση ότι είμαστε ευάλωτες.

Σ’ έναν κόσμο διαφορετικό, θα περπατούσαμε ανέμελες, θα γελούσαμε δυνατά στους δρόμους, θα βγαίναμε για έναν βραδινό περίπατο χωρίς δεύτερες σκέψεις. Το φόβο θα αντικαθιστούσε η δίψα για ζωή. Για βόλτες στο σκοτάδι, για χορό ανέμελο κάτω από το φεγγάρι. Για τραγούδια που θα αντηχούσαν στις ήσυχες λεωφόρους, χωρίς να ανησυχούμε ποιος μπορεί να μας παρακολουθεί.

Κι αν η φωνή εκείνη απαντούσε πως αυτός ο κόσμος είναι ουτοπικός, πως δεν υπάρχει, πως δε θα υπάρξει ποτέ; Θα της λέγαμε πως αυτός ο κόσμος δεν είναι όνειρο. Είναι δικαίωμα. Δεν είναι παραμύθι. Είναι μια πραγματικότητα που μας έχουν στερήσει, αλλά δε θα πάψουμε ποτέ να τη διεκδικούμε.

Πώς θα ήταν άραγε η ζωή αν ο φόβος δεν πρωτοστατούσε; Αν το σκοτάδι δε σήμαινε κίνδυνο, αλλά μόνο ηρεμία; Αν κάθε γυναίκα μπορούσε να ζήσει χωρίς τον διαρκή φόβο πως κάτι κακό μπορεί να συμβεί;

Σίγουρα, ο κόσμος θα ήταν ομορφότερος. Πιο οικείος, πιο ζεστός, πιο αγαπητός. Δε θα ζούσαμε με την αίσθηση ότι κάποιος μας παρακολουθεί, ότι πρέπει να προσέχουμε διαρκώς. Δε θα χρειαζόταν να μαθαίνουμε αυτοάμυνα για να προστατευτούμε. Δε θα έπρεπε να εξηγούμε ξανά και ξανά γιατί αυτός ο φόβος είναι αληθινός, γιατί δεν είναι υπερβολικός.

Θα ήταν ένας κόσμος όπου θα χαιρόμασταν ακόμη περισσότερο που γεννηθήκαμε γυναίκες. Ένας κόσμος όπου η δύναμή μας δε θα ήταν η ικανότητά μας να επιβιώνουμε σε ένα σύστημα που μας απειλεί, αλλά η ελευθερία μας να ζούμε όπως μας αξίζει.

Ένας κόσμος που δε θα αναγκαζόταν να ψιθυρίσει το αυτονόητο: «Μακάρι να ζούσαμε σ’ έναν κόσμο, όπου δε θα φοβόμασταν να γυρίσουμε το βράδυ μόνες».

Συντάκτης: Αθηνά Καψάλη
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη