«Αλλάζει ο άνθρωπος»;

Το ερώτημα αυτό αποτέλεσε και αποτελεί θέμα μεγάλων συζητήσεων, ανάμεσα στους ανθρώπους όλων των κοινωνικών επιπέδων και στρωμάτων. Οι απόψεις διαφέρουν ανάλογα με την οπτική γωνία που το εξετάζει και τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να το προσεγγίσει ο καθένας.

Η απάντηση ήταν ανέκαθεν κρίσιμη, γιατί έχει να κάνει με μια μορφή απόφασης που θα κληθούμε κάποτε να πάρουμε όλοι στη ζωή μας, είτε ως άτομα είτε ως κοινωνία. Να επενδύσουμε την προδομένη μας εμπιστοσύνη σε μια δεύτερη ευκαιρία. Θα δώσει κάποιο άτομο δεύτερη ευκαιρία στο σύντροφό του που για χρόνια το κακοποιούσε; Θα δώσει η κοινωνία μια δεύτερη ευκαιρία στον εγκληματία που έχει εκτίσει την ποινή του; Θα δώσει ένα αφεντικό μια δεύτερη ευκαιρία σε ένα υπάλληλο που αποδείχθηκε πως τον έκλεβε; Θα δώσεις δεύτερη ευκαιρία σε ένα φίλο που κατάλαβες ότι σου έλεγε ψέματα και καταχράστηκε τη φιλία σου;

 

 

Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα από την οπτική δύο μεγάλων κόσμων, αυτών της ψυχολογίας και της φιλοσοφίας, των οποίων τα σύνορα κάποιες φορές μοιάζουν τόσο κοντά ενώ κάποιες άλλες απέχουν όσο η ανατολή με τη δύση. Επειδή θα χρειαζόμασταν τόμους από βιβλία για να εξαντλήσουμε το θέμα αυτό και να το δούμε από όλες τις οπτικές γωνίες του κάθε ενός από τους δύο αυτούς κόσμους, θα επιχειρήσουμε να το προσεγγίσουμε πιο στοχευμένα.

Αρχικά να πούμε ότι η ψυχολογία είναι η επιστήμη η οποία, μεταξύ άλλων, μελετά τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς και σε κάποιες περιπτώσεις επιχειρεί να τον ερμηνεύσει με σκοπό να ωφελήσει τον άνθρωπο ατομικά και την κοινωνία ως σύνολο.

Η ψυχολογία απαντά στο ερώτημα που μας απασχολεί καταφατικά. Ο άνθρωπος αλλάζει. Μέσα από σωρεία ερευνών και μελετών, η ψυχολογία έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα βιώματα του κάθε ανθρώπου. Αν και τα βιώματα δεν μπορούν να αλλάξουν γιατί αποτελούν γεγονότα του παρελθόντος, αυτό που μπορεί να αλλάξει είναι το μέγεθος της επίδρασης που έχουν επάνω στο άτομο και κατ’ επέκταση το πόσο επηρεάζουν τον τρόπο που σκέφτεται, αισθάνεται και ενεργεί. Αν λοιπόν κάποιος είναι επιθετικός, επειδή ως παιδί έχει υποστεί κακοποίηση, μπορεί μέσα από τις επιστημονικές μεθόδους που προτείνει η ψυχολογία να μειώσει την αρνητική επίδραση που έχει πάνω του αυτό το τραυματικό γεγονός και ως αποτέλεσμα να μην ενεργεί πλέον, ή να ενεργεί λιγότερο και σπανιότερα, επιθετικά. Αυτό, σύμφωνα με την ψυχολογία, ισοδυναμεί με αλλαγή.

Από την άλλη, η φιλοσοφία ασχολείται κυρίως με υπαρξιακά ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε σχέση με τις αιτίες και τα αποτελέσματα μιας κατάστασης, όχι τόσο μέσα από έρευνα αλλά μέσα από ερωτήματα που οδηγούν σε συλλογισμό, επιχειρηματολογία, κριτική και αμφισβήτηση. Υπάρχουν εκατοντάδες φιλοσοφικές σχολές σκέψης, αλλά σε αυτό το άρθρο μας απασχολεί κυρίως αυτή που ασχολείται με την ηθική, την αρετή και την πνευματική πρόοδο του ανθρώπου.

Η φιλοσοφία, ή τουλάχιστον κάποια φιλοσοφικά ρεύματα, λένε ότι ο άνθρωπος από την  ημέρα που γεννιέται εξελίσσεται πνευματικά και ηθικά και είναι στο χέρι του το πόσο και πώς θα εξελιχθεί. Επομένως η φιλοσοφία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος στην ουσία δεν αλλάζει,  αλλά μπορεί να προοδεύσει και βελτιωθεί κυρίως μέσα από τη γνώση. Όλοι δηλαδή ξεκινούν από μια κοινή αφετηρία αλλά στην πορεία φτάνουν σε διαφορετικά επίπεδα αρετής.

Έχει αυτό διαφορά με τα όσα υποστηρίζει η ψυχολογία; Αν και η γραμμή της διαφοράς είναι λεπτή, η γραμμή υπάρχει. Και η διαφορά είναι η εξής: Η φιλοσοφία προσπαθεί να εξηγήσει τι είναι καλό και ηθικό, αφού για να πεις ότι κάτι βελτιώνεται σημαίνει ότι αυτό οδεύει προς κάτι που είναι καλό. Από την άλλη, η ψυχολογία δεν μπαίνει σε αυτήν τη διαδικασία. Αν και οι έρευνες της ψυχολογίας έχουν χρησιμοποιηθεί σε κάποιες καταστάσεις για να καθοριστεί από την κοινωνία και τη δικαιοσύνη η έννοια του καλού, του ηθικού και του αποδεκτού, η ψυχολογία ως επιστήμη δεν το κάνει αυτό.

Για παράδειγμα, η φιλοσοφική προσέγγιση την οποία δίδαξε ο Σωκράτης, λέει ότι ο άνθρωπος ενεργεί με λάθος τρόπο, δηλαδή ενάντια σε αυτό που ορίζεται ως ηθικό λόγω έλλειψης γνώσης. Δηλαδή, κάτω από συγκεκριμένες καταστάσεις και συνθήκες κάποιοι άνθρωποι ενεργούν λάθος γιατί απλά δεν ξέρουν ότι ενεργούν με λάθος τρόπο. «Δεν ξέρει εκείνος που ετοιμάζεται να αφαιρέσει μια ζωή, ότι αυτό που πάει να κάνει είναι λάθος;» ίσως εύλογα αναρωτηθούμε. Σύμφωνα με τη σκέψη του Σωκράτη, όσο παράξενο και αν ακούγεται, εκείνος θεωρεί ότι το να ολοκληρώσει την πράξη του είναι η καλύτερη επιλογή τη δεδομένη στιγμή για τον ίδιο. Αν όμως η γνώση του σε σχέση με τη ζωή και το τι αυτή σημαίνει ως αγαθό και ως έννοια, έφτανε σε ψηλότερο επίπεδο, τότε το να κάνει κάτι τέτοιο δε θα αποτελούσε πλέον επιλογή για τον ίδιο ακόμα και κάτω από τις ίδιες περιστάσεις.

Κάποιος φυσικά μπορεί να ισχυριστεί ότι στην τελική το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει. Είτε αλλαγή το ονομάσουμε, είτε βελτίωση, αυτό που έχει σημασία είναι το αποτέλεσμα να είναι πιο ωφέλιμο από πριν. Το άτομο δηλαδή το οποίο θα λάβει μια δεύτερη ευκαιρία από τους γύρω του οι οποίοι πρόκειται να θέσουν την εμπιστοσύνη τους ξανά σε αυτό, θα πρέπει να ενεργεί τώρα με πιο ωφέλιμο τρόπο, όχι επειδή καταπιέζεται αλλά επειδή όντως άλλαξε ή όντως βελτιώθηκε.

Αυτό φυσικά ίσως να είναι το δυσκολότερο ανθρώπινο εγχείρημα. Αν είμαστε υποστηρικτές της ψυχολογίας, η οποία λέει ότι ο άνθρωπος είναι δυνατό να αλλάξει, για να αλλάξει θα πρέπει να το θέλει. Να μπει στη διαδικασία να αφήσει τον εαυτό του στα χέρια της επιστήμης και να προβεί σε όλες εκείνες τις διαδικασίες που όντως θα τον αλλάξουν. Από την άλλη, αν είμαστε οπαδοί του φιλοσοφικού τρόπου σκέψης, η οποία λέει ότι ο άνθρωπος μπορεί να διαμορφωθεί και να βελτιωθεί, για να γίνει αυτό θα πρέπει επίσης να το θέλει. Θα πρέπει να στοχαστεί τις αρετές και την ύψιστη ηθική που θέτει η φιλοσοφία και να εργαστεί συνειδητά σε αυτές «ματώνοντας» μέχρι αυτές να του γίνουν τρόπος σκέψης, ενέργειας και κυρίως ζωής. Άρα, όποια απάντηση και αν επιλέξουμε να δώσουμε τελικά στο κρίσιμο ερώτημα που αναλύσαμε, θα οδηγηθούμε αναπόφευκτα στο επόμενο: «Θέλει;».

Συντάκτης: Γιώργος Μαυρογιάννης
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη