Οι ταινίες μας έμαθαν το “happy end” να ‘ναι το πρώτο φιλί ενός ζευγαριού μετά την καταστροφή του κόσμου ή τη λήξη ενός πολέμου απ’ τον οποίο βγήκαν ζωντανοί, ή τέλος πάντων το τέλος καλό όλα καλά εντός έργου. Η αυλαία πέφτει, οι τίτλοι τέλους με ωραία μουσικούλα ξεκινούν, κι εσύ σηκώνεσαι ατσούμπαλα τινάζοντας τα ποπ κορν που έχουν πέσει πάνω στην μπλούζα σου, με τη σιγουριά ότι ζήσανε αυτοί καλά κι εσύ καλύτερα.

Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι λίγο διαφορετική απ’ τα ρομαντικά σενάρια. Κυνικά επιτάσσει ότι το πρώτο φιλί ενός ζευγαριού σηματοδοτεί μια αντίστροφη μέτρηση που μπορεί να κρατήσει είτε ώρες είτε δεκαετίες προς το τελευταίο, κι όσο κι αν νομίζεις ότι είσαι κάπου σταθερά, η πορεία έχει τον τρόπο της να σε πείσει ότι δεν είναι και τόσο ευθύγραμμη, αλλά λατρεύει να λοξοδρομεί και να ανατρέπει. Δε στερεί επιλογές, αλλά δε χαρίζει και κυριότητα.

«Κάθε πρόσωπο καταβάλλει διαρκή προσπάθεια προς ικανοποίηση των αναγκών του. Η προσπάθεια αυτή επιτυγχάνεται είτε με ενέργειες αυτού επί διαφόρων πραγμάτων απροσώπου φύσης είτε δια της συνάφειας και συνεργασίας με άλλο πρόσωπο. Για την πραγμάτωση, όμως, αυτών των ενεργειών απαιτείται να υπάρχει θέληση, απόφαση κι εκτέλεση αυτών. Δηλαδή εκδήλωση αυτών. Απλή και μόνο σκέψη χωρίς να εκδηλώνεται με πράξη, δεν μπορεί να επιφέρει έννομο αποτέλεσμα».

Αν το παραπάνω το διάβασες στον Αστικό Κώδικα, το μυαλό σου πάει στον όρο «Δικαιοπραξία». Αν το διάβασες στο pillowfights, το μυαλό σου πάει στον όρο «σχέση». Κι αν αυτή η σχέση ικανοποιεί τις ανάγκες των δυο εμπλεκόμενων, πολύ ευχαρίστως υφίσταται. Αν πάλι δεν ικανοποιεί έστω και τον έναν εκ των δυο, χάνοντας τα συστατικά που ανωτέρω αναφέρθηκαν και την χαρακτηρίζουν, διαλύεται.

Σίγουρα έχεις αναρωτηθεί γιατί η μοίρα επιτρέπει να γνωρίζονται δυο άνθρωποι ταιριαστοί, αν δεν μπορούν να είναι μαζί. Έχεις σίγουρα αναρωτηθεί γιατί κάποιοι άλλοι άνθρωποι που κατάφεραν να είναι μαζί, τελικά χώρισαν όσο ταιριαστοί κι αν φαίνονταν να είναι. Έχεις, όμως, αναρωτηθεί για ποιο λόγο κάποιος που επέλεξε να παραιτηθεί, επιστρέφει;

Ξέρεις ποιους εννοώ. Δε μιλάω γι’ αυτούς που σε μια λάθος στιγμή έκαναν ένα σφάλμα που κατάλαβαν αμέσως και μετάνιωσαν. Δε μιλάω ούτε γι’ αυτούς που ένιωσαν να χάνουν τον εαυτό τους και για λίγο αποφάσισαν να κρατήσουν απόσταση απ’ όλους κι απ’ όλα. Μιλάω για εκείνη την πάστα ανθρώπων με το δεσποτικό φετίχ στο αίμα τους, με την αυταπάτη της κυριαρχίας σε ό,τι τους αγαπά και μένει δίπλα τους υπομονετικά.

Είναι αυτοί που φεύγοντας κοπανούν την πόρτα πίσω τους για δυο λόγους. Πρώτον για να πείσουν εσένα αλλά και τον εαυτό τους ότι δε θα ξαναγυρίσουν και δεύτερον για να ακουστεί τόσο δυνατά ο κρότος, που να λειτουργήσει σαν ξυπνητήρι στις καβάτζες που τόσο καιρό ήταν σε λήθαργο (ή έτσι τουλάχιστον νόμιζες). Είναι αυτοί που δε φοβούνται ότι μπορεί και να κάνουν λάθος –όπως όλοι μας, άλλωστε– αλλά δηλώνουν περίτρανα ότι το μόνο τους λάθος είναι που δεν έφυγαν και νωρίτερα.

Είναι αυτοί που περιφέρονται σαν άρματα του καρναβαλιού δεξιά κι αριστερά διατυμπανίζοντας την ελευθερία τους κι αφήνοντας τους πλειοδότες να ανακοινώσουν τις προσφορές τους, λες και τόσο καιρό δεν ήταν σε σχέση αλλά σε φυλακή. Είναι αυτοί που κάνουν reunion με όλους όσους ανεβοκατέβαζαν «μαλάκες» τόσο καιρό και ξαφνικά έγιναν πάλι κολλητουμπίνια. Και ξέροντας ότι η «απελευθέρωσή» τους σε βρίσκει να γλείφεις τις πληγές που σου προκάλεσαν, συνεχίζουν να χτυπούν αυτό που κάποτε ονόμαζαν ευτυχία αλλά τώρα πια είναι ένα λάθος που «διόρθωσαν». Πάντα εκ του ασφαλούς, χωρίς να φοβούνται ανταπόδοση, χωρίς να αναμένουν αντίποινα, χωρίς να σκέφτονται πόσο σε εκθέτουν. Χωρίς καμία τιμή, κανένα ηθικό κώδικα, καμία τσίπα.

Οι άνθρωποι αυτοί εκτός από εγωκεντρικοί όμως, είναι κι ηλίθιοι. Όχι γιατί σε άφησαν χωρίς να φταις σε τίποτα, αλλά γιατί νόμισαν ότι μπορούν να βρουν σε έναν άγνωστο (και χωρίς καθόλου προσπάθεια) την κατανόηση που έβρισκαν σε σένα. Νόμισαν ότι μπορούν να βρουν το σεξ σας με ένα άτομο που μόλις γνώρισαν και δεν ξέρει το παραμικρό τους βίτσιο. Νόμισαν ότι θα βρουν ανέξοδα την αγάπη που εσύ έδειξες και δε θα τους σκουπίσουν σαν ψίχουλο απ’ το τραπέζι στην πρώτη λάθος τους λέξη. Κι όταν όλα αυτά επιτέλους γίνουν αντιληπτά, επιστρέφουν περιμένοντας ότι θα βρουν το σκύλο που εγκατέλειψαν σε ένα χωράφι όταν τον βαρέθηκαν, με αυτόν να τους περιμένει ακόμα κουνώντας την ουρά του.

Πάρ’ το χαμπάρι, οι άνθρωποι αυτοί επιστρέφουν γιατί δε βρήκαν κάτι καλύτερο να σε αντικαταστήσουν κι όχι επειδή κατάλαβαν το λάθος τους. Θυμήσου καλά πριν υποκύψεις στα γελοία δάκρυα και τις μετάνοιές τους πώς σε κοιτούσαν όταν σου ζητούσαν να μην τους ξαναενοχλήσεις. Αντίκρισε κατάματα κι αντικειμενικά την αντίφαση σε αυτούς που πριν λίγο καιρό το έπαιζαν σκληροί κι ανυποχώρητοι και τώρα επέστρεψαν να γλείψουν εκεί που έφτυσαν.

Το κακό με τη δεύτερη ευκαιρία είναι ότι φέρει το διπλάσιο βάρος απ’ την πρώτη. Φέρει αναμνήσεις, ζόρια, πόνο και χωρισμό, στοιχεία που η πρώτη δεν είχε. Αυτός που όντως την αξίζει, ξέρει ότι δεν πρέπει να τη χρειαστεί. Αυτός που θα τη δώσει, μαζί με την ευκαιρία δίνει και πάλι την –αυτή τη φορά πληγωμένη– καρδιά του, να τη διαχειριστεί εκείνος που ευθύνεται για το πώς αυτή έχει καταντήσει. Κι ο δρόμος αυτός θα είναι δύσκολος για έναν βολεψάκια που επέστρεψε γιατί τελικά τον εξυπηρετούσε καλύτερα να τα έχει όλα εύκολα.

Αν δεν το έχεις ζήσει, φαντάζει υπερβολή. Αν πάλι το έχεις ζήσει, ήδη νιώθεις εκείνο το ρίγος στο στομάχι που σου θυμίζει εκείνες τις στιγμές που ο πανικός σε θέριζε σαν παλιρροϊκό κύμα. Το μεγαλύτερο μάθημα που πήρες τελικά είναι να μην εμπιστεύεσαι το συναίσθημα όταν είσαι αδύναμος. Δεν μπορείς να το παραμερίσεις, αλλά δεν κάνει να σε καθοδηγήσει. Όπως ο έρωτας ξεκινά απ’ τον εγκέφαλο, όπως διατηρείται μέσα από αυτόν, από αυτόν επίσης τελειώνει.

Κλισεδιά του κερατά να παρομοιάζει κανείς έρωτα και πόλεμο. Αλλά η μεγαλύτερη αλήθεια είναι ότι και στις δυο περιπτώσεις οι έντιμοι πεθαίνουν για να κυβερνούν οι λογικοί. Και κάπου εδώ πρέπει να αποφασίσεις σε ποια πλευρά του ποταμιού θα σε βρει το τέλος αυτής της μάχης.

Αν κάτι κάνει όλο αυτό με τις επιστροφές παράδοξο είναι το γεγονός ότι ενώ αυτοί οι «μετανιωμένοι» πασχίζουν να εξουσιάσουν και πάλι τη δική σου ζωή, ουσιαστικά δεν έχουν τον πλήρη έλεγχο ούτε καν της δικής τους, και το μόνο που τους παρασύρει στην αυταπάτη της κυριαρχίας είναι η διάθεση της στιγμής ή ο πανικός της απειλής που πλέον βλέπουν ή που νομίζουν ότι έρχεται. Ξαφνικά το ενδεχόμενο να έχεις προχωρήσει χωρίς αυτούς αρχίζει και παίρνει μορφή κι η πιθανότητα να ξεμείνουν πίσω σου τους δίνει εκείνη την αίσθηση που είχες εσύ εκείνο το βράδυ που σου γκρέμισαν τον κόσμο.

Αν μετά από αυτά αποφασίσεις να δώσεις τη δεύτερη ευκαιρία, με το καλό να γίνει και να μη χρειαστεί ποτέ τρίτη. Γιατί το να συγχωρείς μπορεί να δείχνει μεγαλείο ψυχής, αλλά το να ξεχνάς δείχνει βλακεία. Αν πάλι δεν τη δώσεις, όσο κι αν αυτό πονέσει, να σκέφτεσαι όχι τι έχασες, αλλά τι έρχεται. Κάθε δοκιμασία έρχεται να μας πονέσει, αλλά μας κάνει δυνατότερους, έτοιμους να υποδεχθούμε τα ακόμα καλύτερα. Κι όσο για τους απελθόντες, κάπου το διάβασα και μου άρεσε: «Κάποιοι άνθρωποι σου κάνουν τόσο καλό που φεύγουν απ’ τη ζωή σου, που είναι λες και τα σκουπίδια πετάχτηκαν μόνα τους».

 

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη