Μία νύχτα με φεγγάρι –που πάντα προκαλεί μια διάθεση εξομολόγησης– καθόμουν με μία φίλη μου πίνοντας κόκκινο ξηρό κρασί. Κάπως έτσι αρχίσαμε να εντρυφούμε στα θέματα συζήτησης που απασχολούν τους περισσότερους φοιτητές κάτι τέτοιες ώρες, δηλαδή τα μεταφυσικά φαινόμενα, τη φιλοσοφία και τον έρωτα.

Ξεκίνησα, λοιπόν, θέτοντας μία απλή αλλά πολύπτυχη ερώτηση: «Εσύ έχεις ερωτευτεί ποτέ;». Κι αυτή ήταν η αφορμή που ξετύλιξε το νήμα της σκέψης και τη ροή της γλώσσας της.

Αρχικά μου τόνισε ότι ως αρχή στη σκέψη της σε τέτοιου είδους θέματα έχει την πίστη ότι οι άνθρωποι ερωτεύονται πολλές φορές, αλλά αγαπούν μία ή δύο φορές, αν ευνοηθούν από κάποια τύχη. Όταν τη ρώτησα «γιατί;», μου είπε ότι ο έρωτας δε θεμελιώνεται ώστε να εξελιχθεί σε αγάπη, δηλαδή σε κάτι σταθερό, λόγω της έλλειψης αμοιβαιότητας στα συναισθήματα.

Κατόπιν λίγων λεπτών επεξεργασίας, εξέφρασα την απορία μου. «Ένιωσες ποτέ την ύπαρξη συναισθηματικής αμφιδρομικότητας με κάποιον;». Μου έγνεψε καταφατικά κι ευθύς αμέσως άρχισε να μου διηγείται τη δικιά της ιστορία αγάπης.

«Πριν δύο ή τρία χρόνια πήγα να σπουδάσω σε άλλη πόλη από αυτή όπου γεννήθηκα, έχοντας ήδη μία σχέση τριών ετών με ένα αγόρι της ηλικίας μου και τα άμεσα μελλοντικά μου σχέδια φαινόντουσαν προμελετημένα. Δεν είχα παράπονο, αφού φαινομενικά τουλάχιστον τα είχα όλα, δηλαδή σπούδαζα το αντικείμενο της επιλογής μου κι είχα μία σχέση, η οποία με πληρούσε συναισθηματικά».

Πήρε μία ανάσα και συνέχισε. «Όμως κάποιες φορές εμφανίζονται κάποια πλάσματα στη ζωή μας που είναι δυνατόν κάποιος να αμφισβητήσει την ανθρώπινη υπόστασή τους λόγω της τόσο ιδιαίτερης αυθεντικότητας κι ελκυστικότητάς τους. Αυτό ακριβώς συνέβη και σε εμένα και τελικώς δεν ήταν όλα τόσο προμελετημένα.

Στην αρχή δεν την παρατήρησα ιδιαιτέρως, ασχέτως αν κάτι απ’ την εκπέμπουσα αύρα της με έλκυε, αλλά πριν καν προλάβω να επεξεργαστώ τα πρώτα αυτά γεγονότα, με κοίταξε εκείνη ή καλύτερα με κάρφωσε. Δεν ήξερα το όνομά της και σε εκείνη το δικό μου ήταν παντελώς άγνωστο. Έπειτα από μέρες, όμως, βρεθήκαμε στο ίδιο τραπέζι και τότε χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε η πρώτη μας συζήτηση, που κράτησε ώρες και κάθε φορά που βρισκόμασταν ήταν σαν να συνεχιζόταν απ’ το σημείο που την αφήναμε.

Σκεφτόμουν κάτι και με συμπλήρωνε, γιατί ακριβώς σκεφτόμασταν με τον ίδιο τρόπο. Υπέροχη αίσθηση οικειότητας. Μου πήρε μήνες για να συνειδητοποιήσω ότι την ερωτευόμουν για το λόγο ότι δεν είχα ξανανιώσει την αδήριτη ανάγκη να δώσω πολλά πράγματα σε κάποιον και να μην επιθυμώ αντάλλαγμα.

Η προηγούμενη σχέση μου με βοήθησε να αποκτήσω ένα μέτρο σύγκρισης ως προς τα αιτήματά μου από αυτόν που έχω απέναντί μου, αλλά εκείνη ήταν ο αρωγός μου στο να καταλάβω το νόημα της έννοιας της ανταλλαγής των συναισθημάτων, το γνωστό «δούναι και λαβείν».

Απ’ την άλλη πλευρά η πτυχή του φύλου της μου γέννησε στο μυαλό τη συνειδητοποίηση ότι ο έρωτας είναι άφυλος κι εγκεφαλικός κι όχι καθορισμένος φυλετικά και σωματικός. Κι όντως πέρασα κάποια χρόνια πλάι της αισθανόμενη ολοκληρωμένη, πλήρης και πάνω από όλα χωρίς τοξικότητας ψυχής, το οποίο θεωρώ ότι αποτελεί το μεγαλύτερο ευεργέτημα της συναισθηματικής αμοιβαιότητας, που μετατρέπει τον ακατάστατο έρωτα σε μόνιμη αγάπη».

Στο τέλος της βραδιάς η φίλη μου με καληνύχτισε, αφού ήπιε την τελευταία γουλιά του εναπομείναντος κρασιού της κι εγώ έμεινα σκεπτόμενη…

Συντάκτης: Βίκυ Αντωνιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη