Καμιά φορά, όταν μου μιλάς με τόση σιγουριά για τα μελλοντικά παιδιά και το σπιτικό μας, σ’ ακούω και χαμογελώ σιωπηλή, ενώ θέλω να σου πω χίλια δυο πράγματα.

Δε θέλω να μου μιλάς για δέκα χρόνια από τώρα. Δε μ’ ενδιαφέρει αν θα καταλήξουμε μαζί, αν θα κάνουμε παιδιά κι αν θα ζούμε ευτυχισμένοι σε πετρόχτιστο στο μικρό σπίτι στο λιβάδι.

Εμένα μου αρκεί που σε ζω καθημερινά. Μου αρκεί που μέσα στα χρόνια σε είδα να αλλάζεις, να μεταμορφώνεσαι μπροστά στα μάτια μου. Χαίρομαι που ήμουν εκεί και έπαιξα κάποιο ρόλο σ’ αυτήν την αλλαγή.

Σε είδα να αγχώνεσαι για την πρώτη σου δουλειά. Σε είδα να αναλαμβάνεις υποχρεώσεις και να γίνεσαι υπεύθυνος με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ό,τι περίμενα. Είδα να γίνεσαι άντρας από παιδάκι κι ένιωσα δίπλα σου σιγουριά.

Σε θυμάμαι ακόμα να ντρέπεσαι να γνωρίσεις τους δικούς μου και να γελάς με τη δική μου ντροπή. Να θυμώνεις που δουλεύω τόσες ώρες και να παραπονιέσαι πως σε παραμελώ, αλλά να χαίρεσαι και να φουσκώνεις από περηφάνια όταν οι κόποι μου επιβραβεύονται. Σε παρατήρησα να χαίρεσαι με τη δική μου επιβράβευση σα να ‘ταν δική σου κι ας γκρίνιαζες στο αυτοκίνητο πως πάλι θα δουλεύω όλο τ’ απόγευμα.

Είδα όμως και την άλλη σου πλευρά. Είδα να μη βρίσκεις παρηγοριά πουθενά και σε κανέναν όταν μας άφησε η μαμά σου. Σε είδα να γερνάς δέκα χρόνια σε μια μέρα και κατατρόμαξα – κι ας μην το κατάλαβες ποτέ. Σε πρόσεξα να θρηνείς αθόρυβα και σε βοήθησα να σηκωθείς όταν δεν άντεχες ούτε τον εαυτό σου.

Σε παρατήρησα να παλεύεις με πληγές και κενά και να βγαίνεις νικητής. Είδα να δέχεσαι τον πόνο της απώλειας και σε θαύμασα όταν έμαθες να ζεις μ’ αυτόν. «Εγώ δε θα μπορούσα να το κάνω ποτέ» σου είχα πει τότε και με κοίταξες μόνο, δεν απάντησες.

Κι όταν λίγο καιρό μετά ήρθε η ώρα να βιώσω κι εγώ τη δική μου απώλεια, μετά το χαμό της κολλητής, ήσουν εκεί με την ήρεμη δύναμη και την εμπειρία που σου είχε προσφέρει η δική σου απώλεια για να δώσεις σε μένα προτεραιότητα. Να υπομένεις υστερίες και κλάματα, αλλά και να φωνάξεις για να με ταρακουνήσεις όταν πήγα να χάσω το νόημα της ζωής και η ίδια. «Είδες που κι εσύ μπορούσες τελικά;»  με ρώτησες καιρό αργότερα που με είδες να χαμογελώ.

Έκλαψες με τις δικές μου στενοχώριες κι έκλαψα με τις δικές σου, κι ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή που γίναμε ένα. Δεν τους πιστεύω πια αυτούς που λένε πως η κορυφαία στιγμή που οι άνθρωποι γίνονται ένα είναι όταν τα σώματα ενώνονται.. Ο καθένας αντιλαμβάνεται την ένωση χώρια. Όταν όμως θρηνείς για τις απώλειες του άλλου, τότε κάνεις την ψυχή του ψυχή σου και ζεις τα βιώματά του. Τότε έρχεται η ταύτιση ψυχών και πια δε μιλάμε για δυο ανθρώπους, αλλά για έναν.

Γι’ αυτό σου λέω. Όλα αυτά τα ζήσαμε χωρίς να κοιτάζουμε το αύριο. Άσε τους απανταχού ερωτευμένους να σχεδιάζουν το μέλλον, άσε το σύμπαν να γελά μαζί τους και πάμε να ζήσουμε μαζί το τώρα. Τα δικά μας όνειρα θα φτάνουν ως το τέλος της μέρας και στην αρχή της επόμενης θα χτίζουμε τα καινούρια. Σου φτάνει;

Σου υπόσχομαι ότι σήμερα θα είμαι εδώ ό,τι κι αν γίνει. Θα είμαι εδώ για να σ’ ακούσω να γκρινιάζεις για το νέο αφεντικό, να μιλήσουμε γι’ αυτό που σε απασχολεί, να σε βοηθήσω μ’ εκείνο το πρόγραμμα που ακόμη δεν έχεις μάθει να χειρίζεσαι. Σου φτάνει; Θα είμαι εδώ για να σε ζήσω στις καλές και τις κακές σου, τις ίσιες σου και τις στραβές σου για μια ακόμη μέρα.

Εγώ δε χρειάζομαι κάτι άλλο για να είμαι ευτυχισμένη.

Εσένα σου φτάνει;

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου