Εκτιμούμε ανθρώπους απ’ τα κουτιά τα ηλεκτρικά με τις εικόνες τις φωτεινές και τα προϊόντα που δε σταματούν να πληθαίνουν. Εκτιμούμε είδωλα για την contouring ομορφιά τους και τις πλαστικές τους. Εκτιμούμε τραγουδιστές που βρίζουν σαν να μην υπάρχει αύριο, γιατί αυτό σημαίνει να είσαι μάγκας και να τα βάζεις με την κοινωνία. Εκτιμούμε μαριονέτες του συστήματος που μας χαϊδεύουν τ’ αυτιά κι όταν τους ψηφίσουμε, μας γυρνούν την πλάτη. Τους εκτιμούμε όλους αυτούς με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Εκτιμούμε εικονικούς ανθρώπους και δε μαθαίνουμε ποτέ να εκτιμούμε εμάς τους ίδιους.

Όχι, προτιμούμε να γίνουμε σαν κι αυτούς, να μας απεχθανόμαστε ή να μη μας κοιτάζουμε αληθινά στα μάτια, να κρυβόμαστε πίσω από εγχειρήσεις, ψευτόλογα κι υποσχέσεις. Προτιμούμε να μιμηθούμε τις μάσκες τους, να τις φτιάξουμε, να τις στολίσουμε και να τις φορέσουμε μ’ ανυπομονησία.

Οι μάσκες του Facebook και του Instagram, του Twitter και των υπόλοιπων μέσων δικτύωσης είναι καλά φτιαγμένες κι ικανοποιούν σχεδόν τέλεια τις απαιτήσεις κάθε τύπο ανθρώπου που θέλει να κρυφτεί απ’ τον ίδιο του τον εαυτό και την κοινωνία. Με φωτογραφίες κάθε πιθανής πόζας που μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους κι οι οποίες θα φέρουν likes, reactions και την ικανότητα να κάνεις διακοσμητικούς φίλους.

Καθόμαστε και δίνουμε σημασία σε πόσους άρεσε η φωτογραφία προφίλ μας, αν οι ακόλουθοί μας αυξήθηκαν κι αν τ’ αποτελέσματα είναι καλά, χαιρόμαστε και παίρνουμε αυτοπεποίθηση που κάποιοι άγνωστοι μας είπαν αόρατα μπράβο για την εμφάνισή μας. «Μπράβο που τα DNA των γονιών σου ήταν καλά και βγήκες κούκλος», «Μπράβο που το στήθος σου είναι τόσο μεγάλο», «Μπράβο που γυμνάζεσαι κι έχεις κάνει μπρατσάρες», «Μπράβο που σουφρώνεις τα χρωματισμένα σου χείλη».

Ατελείωτα μπράβο που ζητάμε σαν επιβράβευση, σαν thumbs up για τα πράγματα που θα έπρεπε εμείς οι ίδιοι να μας συγχαίρουμε και να μας κάνουν χαρούμενους ή και περήφανους. Πράγματα για τα οποία δε χρειάζεται να περιμένουμε την επιδοκιμασία των άλλων για να νιώσουμε καλά, πράγματα αυτονόητα. Πράγματα στα οποία έχουμε εθιστεί. Γιατί δε μιλάω για το να ευχαριστιέσαι όταν παίρνεις likes ούτε αρνούμαι ότι κι εγώ χαίρομαι όταν οι followers στο Fb αυξάνονται.

Μιλάω για την ανάγκη να νιώσουμε καλά απ’ τις καρδούλες ή τα wow που θα πάρουμε και για την απογοήτευση αν δεν έρθουν όσα περιμέναμε. Αυτό λέγεται εξάρτηση· όταν εξαρτόμαστε από κάτι για να είμαστε κομπλέ και χωρίς αυτό δεν μπορούμε, τότε κάτι δεν πάει καλά. Και μην το γελάτε, δεν ξέρετε άτομα που θα πάθαιναν σοκ αν δεν μπορούσαν να συνδεθούν στο ίντερνετ και στα μέσα δικτύωσής τους;

Και γιατί; Επειδή έχουμε όλον τον χρόνο του κόσμου να σκεφτούμε, να ζήσουμε, ν’ αναπτυχθούμε, μα δεν αποκτήσαμε ποτέ τα εργαλεία για να το κάνουμε. Μας δόθηκαν όσα οι γονείς μας δεν μπόρεσαν να έχουν λόγω εποχών· δεν πήγαμε στον πόλεμο στα 17 ούτε πιάσαμε δουλειά στα 14 γιατί οι εποχές άλλαξαν κι οι δικοί μας δεν ήθελαν να περάσουμε τα δύσκολα που πέρασαν. Δίνοντάς μας όμως τα περισσότερα έτοιμα στο πιάτο, δε μάθαμε να προσπαθούμε ν’ αποκτήσουμε ή να κατακτήσουμε, οπότε και δε μάθαμε να πιστεύουμε σ’ εμάς.

Πώς να πιστέψουμε όταν δεν έχουμε αποδείξεις; Κι έτσι, καταλήξαμε να ερεθιζόμαστε με likes κι αριθμούς followers, να νιώθουμε όμορφοι και ξεχωριστοί λόγω αυτών, να αποφεύγουμε να κοιταχτούμε κατάματα γιατί κατά βάθος φοβόμαστε τι θα δούμε, φοβόμαστε πως δεν είμαστε πράγματι όμορφοι και ξεχωριστοί. Φοβόμαστε, γιατί τι μπορεί να δούμε στον καθρέφτη αφού δεν πιστεύουμε σ’ εμάς;

Όχι, γυρίζουμε το κεφάλι και προτιμούμε να κάνουμε log in. Μα γιατί να κοιταχτούμε εξάλλου; Τι διαφορετικό θα δούμε απ’ αυτά που βλέπουν οι 1839 φίλοι στο fb; Έτσι, λέμε στους εαυτούς μας κι ηρεμούμε τους καλά κοιμισμένους μας δαίμονες. Κι αν κάποιος ζητήσει fb αλλά δεν είναι «διάσημος» ή «μοντέλο του insta»; Θα κάνουμε αίτημα απ’ το κινητό του, αλλά δε θα τον δεχτούμε ποτέ. Κι αν μας κάνουν όμορφα σχόλια κάτω από κάθε φωτογραφία; Καλύτερα να φλερτάρουμε λίγο με τις διαδικτυακές μας καβάντζες, μην απογοητευτούν και μας διαγράψουν ή σταματήσουν να μας ακολουθούν. Γιατί οι μικρότεροι αριθμοί σημαίνουν λιγότερη επιτυχία και σημαντικότητα.

Οι ανασφάλειές μας, η έλλειψη πίστης σ’ εμάς μας κάνουν αναίσθητους κι αδιάφορους για τους γύρω μας, μας κάνουν χειρότερους από ζώα και μας μετατρέπουν στ’ άλλα ανθρωποειδή που χαίρονται με τις ταμπέλες των ινδαλμάτων που τους έχουμε φορέσει και κοιμίζουν τους δαίμονές τους.

Καταλαβαίνω τι μας συμβαίνει, δεν κράζω ούτε κρίνω. Καταλαβαίνω και συμπονώ, γιατί κι εγώ είμαι αυτής της γενιάς κι εγώ δεν έμαθα να παλεύω από μικρή κι οι ανασφάλειές μου με τρώνε. Αλλά, ας ξυπνήσουμε.

Ας ξυπνήσουμε κι ας δούμε ότι είμαστε πανέμορφοι ή ότι μπορούμε να γίνουμε. Έχουμε προοπτικές για ό,τι κοντινότερο στην τελειότητα. Ας αφήσουμε τα εικονικά high-fives, τα κομπλιμέντα πίσω απ’ τις οθόνες και τις αλαζονικές συμπεριφορές που μόνο τις δυνατές μας άμυνες φανερώνουν. Ας κάνουμε πράγματα κι ας αποδείξουμε στους εαυτούς μας την αξία μας.

Ας κοιταχτούμε με γενναιότητα στον καθρέφτη κι ας δούμε πόση ομορφιά έχουμε απ’ τη φύση μας και πόση κρύβουμε. Ας πετάξουμε τις εθιστικές μάσκες στα σκουπίδια κι ας χαμογελάσουμε χωρίς καλύμματα και περιττά.

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου