Έχω μετρήσει τις μέρες και μέσα σ’ αυτές έχω πνίξει τις νύχτες μου. Κι αν τώρα απλά στέκομαι εδώ κι αναρωτιέμαι πώς γίνεται να είσαι ακόμα μέσα στο μυαλό μου, την ίδια στιγμή θυμώνω με τον εαυτό μου, ότι ίσως να είναι λίγο αργά για να σου πω ότι δε βγήκες ποτέ.

Προσπαθώ να βγω μέσα απ’ αυτό για να σταματήσω να σε σκέφτομαι. Να προσπαθήσω να σταματήσω να ζητάω  την αγκαλιά σου, την ώρα που γυρνάω στο πλάι για να κοιμηθώ. Να σταματήσω να ζητάω ένα χαμόγελό σου. Να σταματήσω να ζητάω το βλέμμα σου. Να σταματήσω να ζητάω την ορθή λογική σου και τη δύναμη που μπορεί να κρύβεις στα λόγια και τις πράξεις σου.

Και την ίδια στιγμή, αναρωτιέμαι από τι τελικά σε έχει φτιάξει ο Θεός. Κι αν μας έφερε στον ίδιο δρόμο, απλά και μόνο για να μας διδάξει ότι το «ανεκπλήρωτο», δεν είναι μόνο στιγμές από ταινία αλλά και μία πραγματικότητα φτιαγμένη μέσα από εμένα κι εσένα.

Εσένα κι εμένα, κι ένα ταξίδι μ’ ένα δρόμο στο πήγαινε-έλα. Σ’ ένα δρόμο στον οποίο δεν μπορέσαμε να βρούμε τη διασταύρωσή μας. Γιατί στο δικό μου «πράσινο» εσύ έχεις «κόκκινο». Γιατί στην ταχύτητά μου εσύ πηγαίνεις περπατώντας. Γιατί όταν βρισκόμαστε αντικριστά στη διάβαση, δε σταματάει κανείς για να περάσουμε.

Κι αν ήρθαν στιγμές που το καταφέραμε, σίγουρα δε ζήσαμε τις δικές μας, τις ουσιαστικές, τις πραγματικές. Εκείνες που μπορείς κι αγγίζεις τον άλλον στα κρυφά. Κάτω απ’ το τραπέζι. Στο σινεμά. Στο αυτοκίνητο. Που του χαμογελάς από μακριά ή ανάμεσα στον κόσμο. Εκείνες οι στιγμές τις οποίες δίνεις στον άλλο να καταλάβει ότι είσαι εκεί. Ότι είσαι εκεί για το «μαζί», για το «γουστάρω» και το σε «θέλω».

Εκείνες τις στιγμές, που δεν έχεις να αποδείξεις απολύτως τίποτα και σε κανέναν. Εκείνες τις στιγμές τις αμοιβαίες. Και μείναμε σ’ εκείνες που ήρθε και καρφώθηκε, πάλι, στο μυαλό μας ο δαίμονας της αμφιβολίας. Κι αν δεν είσαι αυτό που θέλω; Κι αν δεν είμαι αυτό που ψάχνεις;

Πότε, όμως, προλάβαμε και το μάθαμε; Πότε τελικά, μπορέσαμε κι ορίσαμε την «τρέλα» και τον «ενθουσιασμό»; Πότε τελικά, το «σε βλέπω ερωτικά» έγινε σε μία στιγμή «σε βλέπω φιλικά»; Ή μήπως δεν έγινε ποτέ; Κι αν έγινε; Έχει τόσο μεγάλη σημασία;

Άσε, λοιπόν, τα λόγια τα πολλά και τα μεγάλα. Γιατί, όταν διασταυρώνονται οι ματιές μας, τα πάντα μιλάνε από μόνα τους. Γιατί όταν αγκαλιαζόμαστε, οι καρδιές μας χτυπούν στον ίδιο ρυθμό. Γιατί στο «έρχομαι» και «φεύγω» μας, θυμίζουμε ο ένας στον άλλον αυτό το κλισέ που λέει πως αν αγαπάς κάποιον πραγματικά, άσ’ τον να φύγει κι αν ξαναγυρίζει θα είναι δικός σου για πάντα. Κι αν όχι; Μάλλον δεν ήταν ποτέ.

Ακόμα κι αυτό, το τόσο απλό, δεν καταφέραμε να το εξηγήσουμε. Το αφήσαμε και πέρασε. Και θα περάσουν κι άλλα, ακόμα περισσότερα. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στις παύσεις μας, αρκεί ένα μήνυμα ή ένα τηλέφωνο. Αρκεί ένα «like» ή ένα «τέλειο» για να μου θυμίζει ότι φτάνει να σ΄ έχω στη ζωή μου. Να σε βλέπω και να σε ακούω. Να ξέρω ότι είναι αμοιβαίο κι ίσως το μόνο που μπορεί να με κάνει να ονειρεύομαι.

Να ονειρεύομαι για περισσότερα θαύματα. Να ονειρεύομαι ένα ακόμα espresso μαζί σου. Να ονειρεύομαι ακόμα μια ταινία στον καναπέ σου. Να ονειρεύομαι ακόμα μια χαλαρή κουβέντα στο μπαλκόνι σου. Να ονειρεύομαι εκείνα τα μάτια τα αληθινά, σε στιγμές δικές μας και πες τες όπως θες. Να ονειρεύομαι ότι μπορούμε να αποδείξουμε ο ένας στον άλλον ότι τελικά όλοι οι άνθρωποι δεν ίδιοι. Διαφέρουν ακόμα και στις λεπτομέρειες κι ίσως αυτό να είναι που τους κάνει ξεχωριστούς.

Κι αν όλο αυτό σε τρομάζει ή σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν πάμε μπροστά, θα σου πω απλά ότι προχωράμε. Αυτό το καταφέραμε. Άλλωστε ο χρόνος θα δείξει το «σωστό» και το «λάθος». Ο χρόνος θα μας δείξει τι αξίζει και τι όχι. Κι ελπίζω να το καταλάβουμε σύντομα. Γι’ αυτό κράτα μέσα σου την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή. Γι’ αυτό άσε τα σαλιαρίσματα. Τις απαντήσεις σου τις έχεις.

Ξέρεις, επομένως, ότι ένα είναι σίγουρο. Ότι στο τέλος θα καταλήξουμε μαζί. Τώρα γιατί το κουράζουμε; Απάντηση καμία.

 

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη