Κάπου ανάμεσα στο πέρασμα των χρόνων -μεγαλώνοντας-  συνειδητοποιείς την κρυμμένη αλήθεια σε εκείνες τις κουβέντες που είχες με τους καθημερινούς σοφούς ανθρώπους σου. Ανθρώπους, που προσπάθησαν να σου διδάξουν μερικές αλήθειες γι’ αυτά που μπορεί να συναντήσεις στην πορεία σου. Γι’ όλα εκείνα που πρέπει να προσέξεις κι εκείνα που πρέπει να κοιτάξεις.

Κι αν χαμήλωνες το βλέμμα, σου θύμιζαν πως όταν σου μιλάει κάποιος, πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια. Κάτι που δεν κάνεις αυτή τη στιγμή εσύ. Και κοίτα να δεις που έρχομαι ξαφνικά στα λόγια τους. Και προσπαθώ να σου μάθω πως όλα πρέπει να τελειώνουν έτσι όπως αρχίζουν.

Βλέμματα ανταλλάξαμε. Θυμάσαι; Δεν ήξερα αν έπρεπε να πιστέψω τότε στο βαθύ γαλάζιο, να χαθώ στο απόλυτο πράσινο ή να ψάξω στο μυστήριο μαύρο των ματιών σου. Δε με ένοιαζαν τα χρώματα. Μ’ αρκούσε που άλλαζαν τα πάντα γύρω μου, κοιτάζοντας το καθαρό, το ειλικρινές, το αθώο και ταυτόχρονα πονηρό σου βλέμμα.

Κι αν τώρα ξέρω το χρώμα των ματιών σου, είναι γιατί μ’ άφησες να ερωτευτώ κάθε μεταμόρφωσή τους. Κάθε που άλλαζαν σχήμα κι όψη όταν κλαίγανε, όταν νύσταζαν, όταν μισούσαν, όταν νεύριαζαν, όταν μιλούσαν με θαυμασμό.

Ξέρεις, υπάρχουν άνθρωποι που ερωτεύονται κορμιά. Ερωτεύονται ένα χαμόγελο. Ζουν μέσα απ’ ένα άγγιγμα και πεθαίνουν μ’ ένα και μόνο βλέμμα.  Εκείνο που αναζητούσες κάθε που με φιλούσες. Εκείνο που απαιτούσες όταν γινόμασταν ένα. Εκείνο το αποκλειστικό, το κτητικό και το πρόστυχο.

Κι αν τώρα κάθεσαι απέναντί μου με το βλέμμα χαμηλωμένο, είναι γιατί σου το επιτρέπω εγώ. Είναι γιατί θέλω να σου μάθω πως τελικά δε θέλει μόνο θάρρος η αλήθεια για να την πεις, αλλά θέλει δύναμη να μπορείς να με κοιτάς στα μάτια όταν τη λες.

Δε θέλω «δήθεν» λογάκια και λεξούλες για να πειστώ. Θέλω να με κοιτάς στα μάτια όταν μου λες «χωρίζουμε». Αυτό και μόνο μου φτάνει. Θέλω μάτια καθαρά κι ειλικρινή -ακόμα κι αν είναι ενοχικά. Κι άσε μετά να πιστέψω ό,τι θέλω εγώ. Άφησέ με να θυμώσω, να βρίσω, να ξεσπάσω. Μόνο άφησέ με να σε κοιτώ. Έστω και για τελευταία φορά.

Άσε με να πιστέψω πως επιτέλους έμαθες να κοιτάς τον άλλον στα μάτια και να κρατάς την αλήθεια καλά κρυμμένη μέσα σου. Άσε με να πιστέψω πως «με τα μάτια μιλάμε εμείς» είναι τελικά μια πραγματικότητα. Και μετά πάρε τον δρόμο σου.

Πάρε την τόλμη σου, την απόφασή σου και το κινητό σου, που όλο κοιτάς και βρες αλλού το φως σου. Δεν έμαθα να είμαι αόρατος. Δεν έμαθα να κοιτάω το πάτωμα και δε θα μάθω ποτέ να κοιτάω το ταβάνι.

Κι όταν θα παίρνεις τη στροφή ή θα κλείνεις την πόρτα πίσω σου, μη γυρίσεις να κοιτάξεις ούτε για ένα λεπτό. Γιατί τότε θα καταλάβεις πως τα μάτια μπορεί να μην αλλάζουν χρώμα, αλλά σίγουρα αλλάζουν τρόπο κάθε που κοιτάνε.

Δε μπορούν να μπλοφάρουν, γι’ αυτό και μην τα χαμηλώνεις. Κινδυνεύεις να προδοθείς και να βραχυκυκλώσεις τη σκέψη και το λόγο σου μέσα σ’ ένα λεπτό, σαν να μην είναι σκέψη του μυαλού, αλλά πρόταση των ματιών σου. Κι αν είναι αυτό το άλλο, το σνομπ της υποχρέωσης που αποφεύγει να συναντηθεί με το δικό μου, απλά σου λέω να προσέχεις. Γιατί απλά είναι τα πράγματα. Αν θέλεις να μάθεις ποιον έχεις απέναντι, έστω και την τελευταία στιγμή, κοίταξέ τον κατάματα. Θα το αντέξεις;

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη