«Αβάνα ου να να, χαλφ οφ μάι χαρτ ιζ ιν αβάνα ου να να…» και κάνει απεγνωσμένη κίνηση το χέρι σου να βρει το ξυπνητήρι. Μισό ρεφρέν και με την όραση θολή, σαν μύωπας με πέντε βαθμούς αστιγματισμού, πετυχαίνεις το κυκλάκι στην οθόνη του κινητού σου για να απενεργοποιήσεις το ξυπνητήρι. Καλημερούδια! Ρεπό ξε-ρεπό, κάνεις τα δυο πράγματα που κάνεις κάθε πρωί. Το δεύτερο είναι να πας τουαλέτα να κατουρήσεις, με την κύστη σου που έχει γεμίσει μέχρι τα νεφρά, με ένα αίσθημα ανακούφισης και ικανοποίησης. Το πρώτο, να βάλεις το μπρίκι πάνω στο γκαζάκι για να απολαύσεις το πρώτο καφεδάκι της ημέρας.

Βρέχεις το πρόσωπό σου με δροσερό νεράκι και βλέπεις τα πρωινά σου χάλια στον καθρέφτη, που θυμίζουν σκηνές Αποκάλυψης με ζόμπι. Διστακτικά ανοίγεις το παράθυρο να μπει φως στο δωμάτιό σου. Πέντε λεπτά σου παίρνει να συνηθίσεις το φως και να κάνει την πρώτη του σύνδεση ο εγκέφαλός σου με τα υπόλοιπα μέρη του σώματός σου.

Όχι, ρε γαμώτο. Πάλι έκαψες τον καφέ και τα έκανες όλα χάλια. Τρέχεις χτυπώντας πάνω στα μισά έπιπλα στη διαδρομή προς τη κουζίνα –με ένα μπινελίκι στο μικρό δάχτυλο του ποδιού σου που ακόμα δεν έχεις καταλάβει τη χρησιμότητά του– κι αντικρίζεις το χάος. Κλείνεις το γκαζάκι, ενώ έχει μυρίσει προπάνιο όλη η κουζίνα. Όχι, είναι πρωί. Δε θα χαλάσεις τη μέρα σου για έναν καμένο καφέ. «Λεφτά θα πάρεις», λες στον εαυτό σου. Αλλά σπίτι δε θα τα βρεις πουθενά, το μόνο σίγουρο. Κινητό, γυαλί ηλίου, φόρμα, σταράκια κι ένα μπλουζάκι –το μυρίζεις πρώτα να δεις ότι είναι καθαρό–, ένα δίευρο και πετάγεσαι απέναντι στο μαγαζί να πάρεις καφέ.

Μπες στη θέση της κοπέλας που θα σου φτιάξει καφέ. Βλέπει ένα ζόμπι, με φωνή Βαγγέλα νταλικέρη, ρυτίδες ύπνου στο μέτωπο, γυαλί μαύρο αλά Μπουγάς, λες και κοιμόσουν σε παγκάκι όλο το βράδυ να λέει: «Φρέντο εσπρέσσο, μέτριο, μαύρη, με σαντιγί, σιρόπι καραμέλα και σκόνη σοκολάτας λευκής και μαύρης σε χάρτινο ποτήρι». Προσπαθείς δυο λεπτά να βγάλεις το σελοφάν απ’ το καλαμάκι. Δεν την αδικώ αν θα σου κεράσει τον επόμενο καφέ. Θα νομίζει ότι έχεις πρόβλημα.

Δυο ευρώ έδωσες, αλλά λεφτά ακόμα δε πήρες. Μέρα Θεού έχει και περνάς απ’ το πάρκο δίπλα σου, σέρνοντας το κορμί σου σε ένα παγκάκι να ξυπνήσει ήρεμα. Στην πρώτη τζούρα καφέ νιώθεις την καφεΐνη να μπαίνει στο αίμα σου, να φτάνει στα μηλίγγια και να ενεργοποιεί τις βασικές λειτουργίες στο σώμα σου. Είναι κι αυτό το ιδρωμένο κορμί που κάνει τζόκινγκ, που σου ανοίγει το μάτι μια και καλή. Η καλή ημέρα απ’ το πρωί φαίνεται. Το τηλέφωνο χτυπάει κι είναι ο κολλητός σου.

«Έλα, ξύπνησες; Ετοιμάσου, σε είκοσι λεπτά θα περάσω να σε πάρω απ’ το σπίτι σου να πάμε για τρέξιμο παραλία». Ενώ εσύ του απαντάς κάτι ακαταλαβίστικο σε γλώσσα των Ορκ, εκείνος σου λέει: «Οκ, τα λέμε σε είκοσι» και στο κλείνει. Πας σπίτι και το κρεβάτι σου κάνει φλερτ. Βάζεις τα δυνατά σου για να του αντισταθείς. Φοράς τα αθλητικά σου κι ένα σορτσάκι –μπλουζάκι το ίδιο–, παίρνεις λεφτά και τον ιερό καφέ σου σε χάρτινο και μπιπ, μπιπ, είναι κάτω απ’ το σπίτι και σε περιμένει.

Έχεις πιει τον μισό σου καφέ ενώ φτάνετε στην παραλία και με λίγη κουβέντα, ξεκινάτε τρέξιμο. Εντάξει, λίγο βάρβαρο θα μου πεις, αλλά αποδίδει. Έχεις ξυπνήσει για τα καλά πλέον. Στέκεστε να φύγει το λαχάνιασμα κι αράζετε σε μια ξαπλώστρα. Τζούρα καφέ και τα πόδια μέσα στο παγωμένο νερό του Απριλίου. Δεν έχει και πολύ κόσμο τέτοια εποχή η παραλία, αλλά είναι ιδανικά με αυτό τον ήλιο να χαλαρώσεις και με το μπλε στον ορίζοντα να πείτε τα νέα της εβδομάδας. Ένα κορμί περνάει μπροστά σας και κοιτάτε διακριτικά –σας έχει καταλάβει σίγουρα ότι κοιτάτε– με ένα χαμόγελο. Αυτά είναι!

Μπίρι μπίρι και μπίρι μπίρι και μεσημέριασε. Το στομάχι παίζει Βιβάλντι και πάτε στη γωνία για ένα σουβλάκι στα γρήγορα. Πέντε ευρώ  η ικανοποίηση και λεφτά ακόμα δίνεις, δε βρίσκεις. Άντε, το δρόμο της επιστροφής τώρα γιατί έχεις κι ένα πρόγραμμα για σήμερα. Σε αφήνει έξω απ’ το σπίτι.

Κοίτα τι κατάφερες που βγήκες για καφέ έξω απ’ το σπίτι. Σπίτι θα άραζες και θα κοιτούσες το ταβάνι ή θα καθόσουν στην τηλεόραση. Κι όχι να βγεις για καφέ και να κλειστείς σε μια καφετέρια πάλι, αλλά καφεδάκι σε χάρτινο –πλαστικό δεν κρατάει τον καφέ πολύ ώρα παγωμένο και δεν είναι κι οικολογικό– και μια καλή βόλτα με ένα φίλο σου. Ακόμα και με τον εαυτό σου να άραζες έξω, πάλι πολλά περισσότερα θα κέρδιζες απ’ το να καθόσουν μέσα σε τέσσερις τοίχους. Ένας καφές στο χέρι και δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Τι εμπειρίες θα κερδίσεις. Θα σου φτιάξει και τη διάθεση για την υπόλοιπη ημέρα. Αυτά είναι τα πραγματικά λεφτά που θα βρεις έξω στο δρόμο.

Μπαίνεις στο σπίτι, ανοίγεις το λάπτοπ, τέρμα μουσική απ’ το ραδιόφωνο του pillowfight κι αράζεις στον καναπέ να διαβάσεις τα άρθρα της ημέρας. Κάτι σε χαλάει. Κάτι σε ενοχλεί στον κώλο σου και δεν μπορείς να βολευτείς. Σηκώνεσαι και μένεις με μια έκπληξη. Βρήκες δυο ευρώ! «Λεφτά θα πάρεις», είπες το πρωί κι έγινε!

 

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη