«Αφού υπάρχουν τόσοι μόνοι, γιατί υπάρχουν τόσοι μόνοι;», σπάει τη μονοτονία με τα μεγάλα μαύρα γράμματα από σπρέι στο λερωμένο κιτρινωπό τοίχο ενός ερειπωμένου κι ετοιμόρροπου νεοκλασικού στο κέντρο της Αθήνας. Η μάχη των όμικρον, με την μπογιά να έχει τρέξει προς τα κάτω αφήνοντας λίγη λύπη σαν δάκρυ βρε παιδί μου που κατρακυλάει σε βασανισμένο πρόσωπο· εδώ, σε σκαμμένους σοβάδες.

Αναζητούμε την αγάπη, την τρυφερότητα από τη στιγμή που ερχόμαστε στη ζωή. Ένα μοναχικό κλάμα κι αμέσως η στοργή της ζεστής αγκαλιάς της μητέρας έρχεται να καθησυχάσει το σπαραγμό του χωρισμού. Εννιά θαυματουργοί μήνες δημιουργίας σώματος και ψυχής ήταν αυτοί. Μεγαλώνουμε κι όσο μεγαλώνουμε μηχανεύουμε συμπεριφορές για να τραβήξουμε τα βλέμματα, να αγαπηθούμε και πάλι να κρυφτούμε για λίγο από τον απρόβλεπτο τούτο κόσμο μέσα σε μια αγκαλιά. Κι όμως ακόμα μόνοι, κι άλλοι μόνοι, με τα όμικρον να κερδίζουν τη μάχη έναντι της αγάπης. Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει διακρίσεις, αλλά η μοναξιά δεν. Σε κάθε ηλικία, σε κάθε φύλο, πάει παντού και σαν ασθένεια προσηλυτίζει τα κύτταρά μας στο δικό της γονιδίωμα. Αλλά πάλι έκανα το ίδιο λάθος, φτου. Πάλι μας θυματοποίησα. Είναι που καμιά φορά ξεχνάω ότι έχω την ευθύνη κι εγώ στη ζωή μου, ενώ βολεύει πού και πού η κλάψα του να μη φταίω και να νομίζω ότι δεν έχω τον έλεγχο. Έτσι κι ότι η μοναξιά έρχεται και μας βρίσκει -αντί να μιλήσω με ειλικρίνεια- πως άμα δεν της ανοίξεις την πόρτα να την προϋπαντήσεις στο φτωχικό της ψυχής σου, πώς θα μπει;

«Καίγομαι και μαραζώνω…», τραγουδάω μέσα μου υπό το πέπλο το βαρύ του πένθους, αφήνοντας σκέψεις ατιμωτικές να κλέψουν οξυγόνο, γεμάτες δειλία να δημιουργούν λαβύρινθους. «Δε με αγαπάει κανείς…». Κι έπειτα η αυτοτιμωρία σαν καρφιά στην πλάτη να πληγιάζουν τα πλευρά: «δεν μου αξίζει να αγαπιέμαι…», με την παραδοχή ότι είναι δικό μου πρόβλημα, αμφιβολία για ολόκληρο το «είναι» μου, τη φύση μου. Για το μίτο της επιστροφής ούτε κουβέντα. Πάλι στην αναμονή να έρθει κάποιος ως φως, γεμάτος όρεξη, σθένος, θάρρος κι επιμονή για να χαθεί στο λαβύρινθο που εμείς δημιουργήσαμε με σαθρά υλικά -και παγίδες για όποιον μπει- για να μας απεγκλωβίσει. Ε, κι ένα παθιασμένο φιλί στην έξοδο αν τα καταφέρει για να πούμε το happy end δε μας χαλάει.

Προσπαθώ να καταλάβω γιατί κάποιος να ζωγραφίσει αυτές τις λέξεις σ’ έναν τοίχο κοινό, υπό το βλέμμα των περαστικών. Πάντα ένα «γιατί» κι αυτό θα μας φάει. Ήταν η αγανάκτηση της μοναξιάς του κι ως κραυγή πήρε σάρκα κι οστά με μπογιά αναζητώντας βοήθεια; Μήπως ήθελε απλώς να θορυβήσει λίγο το καλά προστατευμένο από ανησυχίες μέσα μας; Από την άλλη μπορεί απλώς να το διάβασε σε ένα βιβλίο ή να το βρήκε στο ίντερνετ, να του άρεσε και να το μοιράστηκε εικαστικά μαζί μας. Καμιά φορά τα πράγματα δεν είναι τόσο περίπλοκα όσο εμείς τείνουμε να νομίζουμε· φαντάζομαι.

Ό,τι σε θορυβεί σε τρώει. Κι οτιδήποτε σε τρώει, λαβράκι θα βγάλει αν το ξύσεις, σίγουρο αυτό. Περνάω αναδρομή σκέψεις και στιγμές από το παρελθόν μου. Τι σκεφτόμουν τις ημέρες που ήμουν μόνος, που με έπνιγε το αίσθημα της μοναξιάς; Τις ημέρες της απουσίας ενός προσώπου να μοιρολατρώ και να χαθώ στο «είναι» του; Είχα κάποιον να με αγαπάει; Άξιζα την αγάπη; Τώρα που το σκαλίζω πάντα υπήρχε κάποιος να εκδηλώνει την αγάπη του. Γιατί δεν πήγα ποτέ εκεί; Γιατί να το αγνοήσω;

Μάλλον -και βάζω το μάλλον μπροστά στην πρόταση για να αποφύγω την πλήρη αποδοχή του τι θα ακολουθήσει- δε με ενδιέφερε ποτέ η αγάπη των συγκεκριμένων ανθρώπων. Δε μου είχαν κάνει κάτι κακό φυσικά. Απλώς δεν την ήθελα. Δεν με κέντριζε, δεν έκανε θόρυβο στ’ αφτιά μου, κάτι τέλος πάντων. Απλώς δεν την προτίμησα. Είχα όμως κάτι. Ακόμα και στη «μοναξιά» μου δεν ήμουν μόνος. Δεν είναι παράλογο και παράξενο να αναζητάς την αγάπη, να στην προσφέρουν και να μην τη δέχεσαι;

Δεν ψάχνουμε την αγάπη, λοιπόν, που τόσο περίτρανα κραυγάζουμε με ρομαντικές φανφάρες. Εν αντιθέσει αναζητούμε την αγάπη υπό όρους από το πρόσωπο που εμείς θέλουμε να αγαπηθούμε κι εν συνεχεία να αποθέσουμε την δική μας αγάπη. Τη δική τους αγάπη, λοιπόν, ακόμα κι αν δεν την έχουμε νιώσει. Απλώς την φανταζόμαστε. Όπως διακρίνουμε και την αγάπη αυτών που απορρίψαμε. Γιατί; Γιατί πολύ απλά μπορώ να πιστεύω πως η δική τους δεν αξίζει. Κι αν το στηρίζω κάπου; Γιατί, είναι όλα τόσο λογικά από αυτά που συμβαίνουν καθημερινά για να τεκμηριωθεί κι αυτή η ερώτηση; «Για ένα χατήρι μόνο» θα πω, «βάστα καρδιά μου, βάστα».

Ξαναπέρασα μπροστά από εκείνο τον τοίχο. Απαράλλακτος. Όποιος και να το ‘γραψε, σκέφτομαι,  δε θα ‘πρεπε να απορεί γιατί υπάρχουν τόσοι μόνοι. Θα ‘πρεπε να αναρωτιέται: «αφού υπάρχουν τόσοι μόνοι, γιατί συνεχίζουν να επιλέγουν την μοναξιά».

Συντάκτης: Γιώργος Μαντάς
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.