Το κακό ξεκίνησε με το Snapchat. Πριν από αυτό τριγυρνούσαμε αμέριμνοι στα λιβάδια του ίντερνετ, χαζεύαμε φωτογραφίες φίλων και παντελώς αγνώστων, κάναμε screenshots, τα στέλναμε σε φίλους μας, κοροϊδεύαμε, μας κορόιδευαν κι εμάς, κι όλα αυτά υπό μια μακάρια άγνοια που ήρθε να διαλύσει το ασπροκίτρινο φαντασματάκι του εν λόγω app. Ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάω, για την υπέροχη εκείνη ρουφιανοεφαρμογή που σου λέει ποιοι είδανε αυτό που ανέβασες και ποιος γενναίος έκανε save τις χαζομάρες σου γνωρίζοντας πως θα το δεις.

Και κάπου εκεί αρχίσαμε να μην είμαστε και τόσο ξέγνοιαστοι, πονηρευτήκαμε, κάπως έτσι ξεκίνησε κι ο δόλος. Είχε ψωμάκι η υπόθεση, η αλήθεια να λέγεται, γι’ αυτό κι είχε επιτυχία. Το μελέτησαν σωστά οι δημιουργοί, πάτησαν λιγάκι και πάνω στην ανθρώπινη ματαιοδοξία και κάψα να νιώθουμε το κέντρο του σύμπαντος, είδανε πόση απήχηση είχαν κι όλα αυτά τα «Δες ποιος είδε το προφίλ σου αφού πρώτα κάνεις like, share, ποστάρεις ξόρκια στον τοίχο 32,5 φίλων σου και θυσιάσεις δύο παρθένες μια νύχτα με πανσέληνο» και να σου η εφαρμογή.

Αλλά σιγά μην έμενε το πράγμα εκεί· τη σκυτάλη πήρε το Instagram, το οποίο την πρώτη μέρα της εισαγωγής των Insta Stories έκαψε πολύ κόσμο που δεν ήξερε πως η ρουφιανιά δεν ήταν πλέον μοναδικό προνόμιο του Snap και ρήμαξε την υπόληψη πολλών πρώην, νυν των πρώην, πρώην των νυν και λοιπών ενδιαφερόμενων που μέχρι τη στιγμή εκείνη απολάμβαναν την creepy πολυτέλεια που τους παρείχε ο κυβερνοχώρος να επιδίδονται σε ανήλεο stalking χωρίς να τους παίρνει χαμπάρι κανείς. Επειδή πλέον τους πήρε, όχι απλά χαμπάρι, τους πήρε κι η μπάλα, τους πήρε και τους σήκωσε εντελώς.

Αλλά ούτε εκεί σταμάτησε το θέμα· τι δηλαδή, το Facebook να μείνει στην απέξω; Stories κι εκεί. Κι όχι μόνο εκεί, επειδή από εκείνη την ημέρα stories έβαλε μέχρι και το Taxisnet κι η κατάσταση εξόκειλε για τα καλά. Κανένα μυστήριο, τα είδαμε πια όλα· και πού έφαγε ο τάδε, και τι έφαγε, και με ποιον το έφαγε, είδαμε και τον Κώστα με το βρακί, και τη #nomakeup #nofilter Κατερίνα Καινούριου, και γενικά ξεχάσαμε τι θα πει μυστήριο επειδή τι πιο ωραίο απ’ το να παρακολουθείς ξένες ζωές που ίσως και να μη σε ενδιέφεραν ποτέ σε μια πιο νορμάλ εποχή από τη δική μας;

Κι εκεί που στην αρχή μετρούσες ευλαβικά έναν-έναν όσους τσέκαραν τις σέλφι-έργα τέχνης σου, η διαδικασία σου έγινε συνήθεια και μπήκες κι εσύ στο νόημα· τελικά δεν έχει σημασία πόσοι βλέπουν το story σου, σημασία έχει να το δει εκείνος ο ένας άνθρωπος που θέλεις να το δει. Δεν παίζει ρόλο αν ανέβασες κάποιο quote-μπηχτή ή αν έκανες check-in για να δει πόσο καλά περνάς, ρε παιδί μου, και πόσο δε σε νοιάζει που δεν είναι εκεί μαζί σου. Ούτε έχει σημασία αν ανέβασες κάποια φωτογραφία τύπου «κοίτα πόσο αμέριμνα sexy είμαι» για να υπενθυμίσεις την παρουσία σου σε κάποιον που σε έχει γραμμένο καιρό τώρα και να του δώσεις μια αφορμή να σου στείλει ένα κωλομήνυμα, που του κουλάθηκε το βρομόχερο και σε έχει στο περίμενε. Σημασία έχει να δεις ένα συγκεκριμένο όνομά, με σκοπό να μεταφράσεις τη διαδικτυακή του παρουσία σε ενδιαφέρον μπας και μπαλώσεις τον εγωισμό σου που μπάζει, μπας και σκάσει, ρε παιδί μου, λίγο χαμόγελο το χειλάκι σου.

Εκεί, που λες, τελειώνουν τα views, ακριβώς στο σημείο που σταματάει κι η λογική· μόλις δούμε πως αυτό που ανεβάσαμε το είδε εκείνος ο συγκεκριμένος άνθρωπος που θέλαμε να το δει. Όλα τα υπόλοιπα είναι αριθμοί, στατιστικά κι αέρας. Επειδή κάθε post στον κυβερνοχώρο κρύβει από πίσω του μια ιστορία, μια προσδοκία κι ένα ονοματεπώνυμο, ή στην παρούσα φάση ένα username. Κι επειδή κάποιες φορές αρκεί να αντικρίσεις ένα συγκεκριμένο «Seen by» για να δεις και τη μέρα με διαφορετικά μάτια, λίγο πιο χαμογελαστά.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη