Τα τελευταία χρόνια έχω αποκτήσει ένα καινούριο χόμπι· ακολουθώ πέντε-έξι σελίδες από εκείνες τις ωραίες, τις πνευματώδεις, με τα ξεκαρδιστικά tweets που γίνονται εικόνες, τα αστεία βιντεάκια με τις γάτες, τα βρέφη και τα ατελείωτα memes. Όχι μόνο εγώ, δηλαδή, όλοι. Κι όταν λέω τις ακολουθώ δεν εννοώ πως αρκούμαι σε ένα like και κανένα ξέμπαρκο haha, όχι· φροντίζω επιμελώς να ταγκάρω τους φίλους μου σε όποια από αυτά ξέρω πως θα τους κάνουν να ξεκαρδιστούν, να ταυτιστούν, να θυμηθούν κάτι που θα ήθελαν να ξεχάσουν ή, ακόμα καλύτερα, θα τους φέρουν σε λίγο δύσκολη θέση.

Γιατί να έρθουν σε δύσκολη θέση; Επειδή συνήθως είναι inside jokes, πράγματα που ξέρουμε μόνο εμείς πως συμβαίνουν κι επειδή φροντίζω να πατάω «παπάκι-όνομα» όταν ξέρω πως πνίγονται στη δουλειά, πως είναι υπό την επίβλεψη του αφεντικού τους και δεν έχουν καμία διάθεση να ασχοληθούν μαζί μου. Δεν έχει νοστιμάδα αλλιώς, αν δεν αναγκαστούν να ζοριστούν λιγάκι για να μη γελάσουν. Τους ταγκάρω και μετά από λίγο περιμένω το inbox εκείνο που λέει πως είμαι ηλίθια και γιατί τους κάνω να γελάνε αφού ξέρω πως είναι στο ίδιο γραφείο με τον προϊστάμενό τους, να πάω στο διάολο κι εγώ και οι μαλακίες μου, «πόσο εμείς;» κι άλλα τέτοια αγαπησιάρικα.

Είναι όμως κι αυτά τα memes απίστευτα· ταυτίζεσαι, δε γίνεται αυτό. Σκέφτεσαι κάτι κι ενώ νομίζεις πως είναι παρανοϊκά ηλίθιο, ντροπιαστικό ή παράλογο, πως το κάνεις μόνο εσύ κι η παρέα σου, τσακ, εμφανίζεται μπροστά σου ένα meme που περιγράφει σε μια εικόνα και πέντε λέξεις τη ζωή σου όλη κι όχι μόνο τη δική σου, αλλά και των φίλων σου και της αδερφής σου. Βλέπεις κι από κάτω 20.000 like, 5.675 share και 2.453 comments με μια ντουζίνα tags το καθένα και τελικά συνειδητοποιείς πως δεν είσαι ο μοναδικός που νιώθει ή πράττει τοιουτοτρόπως, είναι χιλιάδες ακόμη και νιώθεις τη σύμπνοια απόψεων να σου πλημμυρίζει το είναι. Το awkwardness level σου ίσως να μην έχει χτυπήσει ακόμα κόκκινο όπως νόμιζες.

Ξέρεις, τα memes δε μιλάνε ποτέ για ακίνδυνα πράγματα, για κάτι που δε σε εκθέτει· συνήθως έχουν να κάνουν με κρίσεις αδιακρισίας που πάνω-κάτω όλων τα μυαλά παθαίνουν, ακόμα κι αν στο τέλος δεν τις εκφράζουμε, με κατινιές που μας ωθεί να κάνουμε ο έρωτας, με κρυφοκόμπλεξ που όλοι έχουμε, με αδυναμίες που δεν παραδεχτήκαμε ποτέ, με μελανά σημεία του χαρακτήρα μας που κρύβουμε επιμελώς πίσω από προσωπεία ανωτερότητας, με γουρουνιές κι άλλα πόσα που μόνο οι πολύ κοντινοί μας άνθρωποι έχουμε επιτρέψει να δούνε.

Κι είναι ωραίο να σου έρχεται ειδοποίηση πως «ο τάδε χρήστης ανέφερε το όνομά σας σε μία φωτογραφία» καθώς ναι, μεν, σε λούζει κρύος ιδρώτας για το τι θα δεις (το πόσο μακριά θα τραβηχτεί το πράγμα, βέβαια, εξαρτάται απ’ το πόσο μαλακισμένοι είναι οι φίλοι σου κι οι άνθρωποί σου) ξέρεις όμως πως αυτό που θα δεις είναι κάτι καθαρά δικό σας, πως ο άλλος σε αγαπάει και βρίσκει τα ελαττώματά σου χαριτωμένα, παρ’ όλο που είναι άξια εμπαιγμού, πως είσαι στο μυαλό τους ακόμα κι αν δεν είσαι εκεί. Και μέσα στην αβάσταχτη μοντερνιά του, το όλο πράγμα μου κάνει και λίγο τρυφερό, όσο τρυφερό είναι να θέλει κάποιος να σε βλέπει να γελάς. Πολύ.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη