Έρχονται κάτι ζόρικα βράδια που δεν ξέρεις τι σου φταίει πιο πολύ και δεν είσαι ρε γαμώτο κι από αυτούς που ανοίγονται εύκολα. Έρχονται που λες αυτά τα βράδια τ’ άτιμα σέρνοντας μαζί τους πεσκέσι την όλο και συχνότερη συνήθειά σου. Αυτό που εύστοχα λέμε αγγλιστί overthinking ή αλλιώς βασανιστήριο που κουβαλάμε ορισμένοι σαν κατάρα από παιδιά. Μαζεύεις μέσα σου συναισθήματα, αδικίες, ανθρώπους, προδοσίες, τύψεις, λόγια ειπωμένα κι ανείπωτα, φόβους, άγχη, ανησυχίες, απωθημένα, κατάλοιπα, ένα πρόσωπο, πολλά πρόσωπα, εικόνες που θες να ξαναζήσεις, αισθήσεις που θες να ξαναμοιραστείς, τις λύπες και τα «μου λείπεις» σου, το παρελθόν, το παρόν κι ένα άγνωστο μέλλον, τις χαρές που γίνανε αναμνήσεις, τις μοναξιές σου, τα ποτέ και τα πάντα που σε διέψευσαν, επιθυμίες, αποτυχίες, κενά. Μαζεύεις μέσα σου την ίδια τη ζωή σε όλο το μεγαλείο της αβύσσου της και τη συνδυάζεις με το χάος του δικού σου μυαλού.

Και τότε είναι μάγκα που ξεσπάς. Ξεσπάς αλλά όχι σε ανθρώπους, ποιος να σε καταλάβει τις στιγμές που δεν μπορείς να σε εξηγήσεις ούτε σε σένα τον ίδιο; Ξεσπάς κουλουριασμένος στο κρεβάτι σου στον πιο αθέατο «ήρωα» των πιο κρυφών στιγμών σου. Σε ένα άψυχο αντικείμενο που παίρνει ζωή απ’ τη δική σου. Ξεσπάς στο μαξιλάρι σου. Ουρλιάζεις πάνω του ακατάληπτες σκέψεις, φτύνεις λυγμούς, αφήνεις δάκρυα, ψιθυρίζεις ευχές, ξορκίζεις φόβους.

Το μαξιλάρι σου γίνεται εκείνη που δεν είναι πια εδώ, γίνεται αυτός που σε πλήγωσε όσο κανείς, γίνεται όποιος σε αδίκησε μα δεν κατάφερες να τον βάλεις στη θέση του όπως άξιζε στη μίζερη ύπαρξή του, γίνεται η αγκαλιά αυτού που αδίκησες και θα ήθελες να σε συγχωρήσει, γίνεται η αγκαλιά που έδιωξες γιατί φοβήθηκες να αφεθείς, το χάδι της, το φιλί της, τα λόγια του. Γίνεται ο φίλος που θα σε ακούσει χωρίς να κρίνει αφού κανείς δεν είναι εσύ. Το μαξιλάρι σου γίνεται ο άνθρωπος που θέλεις να πνίξεις και να φιλήσεις την ίδια στιγμή. Γίνεται ο άλλος σου εαυτός που έχεις μάθει να τον αγαπάς μισώντας τον και που όταν σου ξεφεύγει, όπως απόψε, ξεσπάς. Ξεσπάς πάνω του.

Αν είχε στόμα να μιλήσει θα μπορούσε να πει μια ιστορία για έναν άνθρωπο που λίγοι γνώρισαν στ’ αλήθεια σε κάθε του έκφανση. Θα μπορούσε να μιλήσει για τις αδυναμίες που δεν άφησες να δει σχεδόν κανείς. Για τις απογοητεύσεις που δεν άφησες να σε πάρουν από κάτω μα κανένας ποτέ δεν έμαθε. Για όσα πέρασες και ξεπέρασες μόνος ή με έναν ακόμη να σε αντέχει όταν δε σε άντεχες ούτε εσύ. Για έναν κρυφό εαυτό που φυλάς μακριά απ’ το φως για να μην τρομάξεις όσους προσπαθούν φιλότιμα να σταθούνε στο πλευρό σου.

Θα μπορούσε να μιλήσει για όσα κατάφερες, για όσα δεν τόλμησες, γι’ αυτά που σε στοιχειώνουν ακόμη. Θα μπορούσε να στείλει μήνυμα αντί για σένα και να σε κάψει ή να σε λυτρώσει όταν εσύ δε βρίσκεις τα κότσια να σταθείς απέναντι στις απαντήσεις που θέλεις να πάρεις χωρίς να θέλεις να σου τις δώσουν. Θα μπορούσε να κλάψει μαζί σου για το άδοξο εκείνο τέλος, να σου υπενθυμίσει μια καινούργια αρχή. Θα μπορούσε. Μα αν μπορούσε ίσως εσύ να μην άνοιγες ποτέ το στόμα σου να του εξομολογηθείς ποιος στ’ αλήθεια είσαι. Αν μπορούσε δε θα σε έβλεπε να λυγίζεις. Δε θα δεχόταν την οργή σου. Δε θα γινόταν σιγαστήρας τις κραυγές σου ούτε σφουγγάρι στα δάκρυά σου. Αν μπορούσε εκείνο να μιλήσει δε θα μιλούσες εσύ.

Γιατί τα βράδια που ολόκληρος ο κόσμος σου ουρλιάζει και τον κάνεις εικόνα σαν έναν παράφρονα τις ώρες που χτυπιέται στους λευκούς τοίχους της φυλακής του, δε θες αντίλογο. Θες ακροατή τη μισητή σου μοναξιά γιατί με άλλους ίσως θα ένιωθες ακόμη πιο μόνος. Θες έναν «ακροατή» που να μη θυμίζει σε τίποτε συνείδηση, είσαι ολόκληρος ήδη μία τέτοια. Θες κάποιον ν’ απορροφάει τους πόνους σου κι όσα σε εξοργίζουν πληγώνοντάς σε. Πριν γελάσεις, λοιπόν, που με βλέπεις τόση ώρα σχεδόν να υμνώ ένα άψυχο αντικείμενο, θυμήσου πόσες φορές έγινε δέκτης των σκληρότερων στιγμών σου. Γιατί εσύ το επέλεξες ή επειδή δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς. Μα ήταν εκεί. Συμβολικό όσο η μοναξιά σου. Ήταν εκεί για να ξαπλώνεις πάνω του λες και θα σ’ έκρυβε από τους ίδιους τους δαίμονές σου.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή