Χρειάζεται μεγάλη δόση αναισθησίας για να μπορεί κάποιος να μένει ανεπηρέαστος στα όσα άσχημα συμβαίνουν καθημερινά στον κόσμο που ζούμε. Βρε, ο κόσμος πάντα ήταν σκληρός. Πάντα πέθαιναν παιδιά στην Αφρική απ’ την ασιτία και τους πολέμους, πάντα οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ταλαιπωρημένα σκυλιά, πάντα ζώα βασανίζονταν σε πάρκα και τσίρκα, πάντα νέοι άνθρωποι χάνονταν από ανίατες ασθένειες ή δυστυχήματα και πάντα οι πολιτικοί ήταν διεφθαρμένοι και ψεύτες.

Η αδικία, το δράμα κι οι κίνδυνοι πάντα υπήρχαν. Απλά ξέραμε μόνο όσα βλέπαμε να συμβαίνουν δίπλα μας, όσα διαβάζαμε για λίγο στην κυριακάτικη εφημερίδα ή εκείνη τη μία ώρα –κι αν–  που βλέπαμε ειδήσεις και μετά ξεχνούσαμε.

Σήμερα, όμως, με τα social media και τις τόσες ιστοσελίδες ενημέρωσης δεν προλαβαίνεις να διαβάζεις τη μια άσχημη είδηση μετά την άλλη. Κι είναι νομίζω περισσότερα απ’ όσα μπορεί ένας φυσιολογικός ανθρώπινος οργανισμός ν’ αντέξει σε μια μέρα.

Τελικά υπάρχει, πολλή σκοτούρα εκεί έξω. Πολλή ασχήμια. Πολλές βίαιες εικόνες, πολλή αισχρότητα, μεγάλη έλλειψη επικοινωνίας κι αγάπης κι ένας παραλογισμός ως το προς να γίνουν όλοι διάσημοι. Αυτή είναι η έγνοια των ανθρώπων σήμερα, τα likes. Άλλοι είναι λες και τρέφονται ή τρέφουν αυτή όλη τη μιζέρια στα κοινωνικά δίκτυα κι άλλοι απλά την έχουν συνηθίσει και την προσπερνούν. Άντε να κάνουν ένα share για να δείξουν τάχα την ευαίσθητή τους πλευρά.

Πόσοι, όμως, απ’ αυτούς σηκώνονται απ’ τον καναπέ τους ή στερούνται κάτι μικρό που θέλουν ν’ αγοράσουν για να προσφέρουν στο συνάνθρωπό τους ή σε μια φιλοζωική ή έστω σε μια περιβαλλοντική οργάνωση; Θα σου βρουν χίλιες δικαιολογίες, που θα τις πιστέψουν κιόλας. Ο καθένας εν τέλει μιζεριάζει για τον εαυτούλη του και σκέφτεται μόνο το τομάρι του. Κανένα έλεος. Σ’ αυτό το σημείο μας έφερε η οικονομική κρίση.

Κι αν αρχίσεις να τα σκέφτεσαι όλα αυτά, αρχίζεις να τρελαίνεσαι. Θες να βρίσεις το κάθε ψώνιο στο Facebook και το κάθε κατακαημένο που αντί να ψάχνει το νόημα της ζωής εκεί έξω, το ψάχνει σ’ έναν άψυχο υπολογιστή. Θες να φωνάξεις, «ξυπνάτε ρε, σηκωθείτε από τον καναπέ», όμως ξέρεις ότι θα σε πουν τρελό.

Και τότε τι κάνεις; Κατεβάζεις ρολά κι αφήνεις τον κόσμο καίγεται. Ξέρεις ότι από μέρους σου κάνεις ό,τι μπορείς κι ό,τι περνάει απ’ το χέρι σου για να γίνει αυτός ο κόσμος έστω και λίγο καλύτερος μα δεν είσαι Θεός. Και κυρίως δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τα πεπαλαιωμένα μυαλά του.

Σημασία έχει εσύ να μη γίνεις ένα μ’ αυτούς. Να κρατήσεις τις επιτρεπτές αποστάσεις. Κλείνεις τηλεόραση, κλείνεις υπολογιστή, καταφεύγεις στο αγαπημένο σου μέρος για λίγες μέρες, αν έχεις σκύλο τον παίρνεις μαζί και τα αφήνεις όλα για λίγο πίσω σου. Όλα. Απαιτείται ν’ αφιερώνεις λίγο χρόνο μόνο για τον εαυτό σου. Αλλιώς μια μέρα θα εκραγείς. 

Το μυαλό πρέπει να κατεβάζει διακόπτες διαφορετικά μια μέρα θα καεί ανεπανόρθωτα. Μέσα στα τρεχάματα της καθημερινότητας, της δουλειάς και των προβλημάτων, χάνεις τον εαυτό σου και το νόημα της ζωής σου. Γίνεσαι ένα ρομπότ που ακολουθεί απλά τους κανόνες επιβίωσης. Όμως, μία στο τόσο χρειάζεσαι ένα ξύπνημα, ένα ταρακούνημα. Ένα διάλειμμα απ’ όλα και όλους.

Χρειάζεσαι λίγο χρόνο με τον εαυτό σου και μόνο. Αλλιώς πώς θα καταφέρεις να περνάς καλά μαζί του; Χρειάζεται να θυμηθείς ότι υπάρχουν κι όμορφα πράγματα στη ζωή κι αυτά είναι τόσο μικρά που μπορείς να τα δεις μόνο αν μέσα σου νιώθεις καλά. Χρειάζεται ν’ ανασυγκροτήσεις δυνάμεις, για να μπορείς να βγεις ξανά στη μάχη και να παλέψεις για τα πιστεύω σου και το σκοπό που επέλεξες να εξυπηρετείς.

Κατέβασε για λίγο ρολά κι άσε τον κόσμο να καίγεται. Ο κόσμος πάντα θα καίγεται. Το θέμα είναι, μπορείς ν’ αντέξεις; Μπορείς να περπατήσεις στη φωτιά χωρίς να καείς μαζί του;

 

Επιμέλεια Κειμένου Πράξιας Αρέστη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Πράξια Αρέστη