Φθινοπώριασε, που λες, για τα καλά. Βγήκαν κι οι φούτερ μαζί με τα δερμάτινα, άρχισαν κι οι ζεστοί καφέδες, κόπηκαν τα πολλά παγάκια κι οι κοιλιές μπήκαν και πάλι μέσα. Νυχτώνει πια απ ‘τις εφτά και το βράδυ χρειάζεσαι κουβέρτα.

Κάπως έτσι κι εγώ σήμερα με τον ζεστό μου τον καφέ, τον φίλο Παυλίδη να μουρμουρίζει στίχους και το μυαλό οπουδήποτε αλλού εκτός απ’ τη  δουλειά καθόμουν ήσυχη κι ανήσυχη ταυτόχρονα, για το πόσο γρήγορα περνάει εν τέλει η ζωή. Η τελευταία εβδομάδα νομίζω, έφυγε σε μια ανάσα.

Έντονη και περίεργη, μου άφησε -εκτός από κούραση και ξενύχτια- μια διάθεση γι’ αλλαγή. Λες και ξαφνικά η ρουτίνα μου, που τόσο αγαπάω να μισώ, δεν υπήρχε σαν επιλογή.

Ψυχαναγκαστική αισιοδοξία των καλεσμένων μου ίσως, οι οποίοι υποστήριζαν με πάθος σε μια από αυτές τις νύχτες που πίνεις ό,τι υπάρχει μέσα στο σπίτι, όλα αυτά που εγώ τόσο καιρό φοβόμουν να πιστέψω και να προσπαθήσω. Ξέρεις, το έχουν αυτό οι φιλίες που όσο κι αν σου τη σπάνε οι αλήθειες τους, όταν έχεις έναν άνθρωπο δίπλα σου που πιστεύει σε σένα, δεν μπορείς παρά να χαμογελάσεις. Σου ανοίγει το μυαλό η τρίτη άποψη, σε κάνει να σκεφτείς έξω απ’ τα όριά σου και να δεις τον εαυτό σου μέσα από μια πιο αντικειμενική σκοπιά.

Γιατί εμείς οι άνθρωποι είμαστε περίεργες ιστορίες. Όταν αγαπάμε ή αγαπιόμαστε αμφιβάλλουμε για τα ειπωμένα  κι υποθέτουμε σχεδόν πάντα λάθος για τα ανείπωτα. Φαύλος κύκλος, λοιπόν, όπου κανείς δε λέει αυτό που σκέφτεται και κανείς δεν πιστεύει αυτό που ακούει.

Στη δεκαετία των 20, είχα διαβάσει κάπου, ο άνθρωπος νιώθει πιο έτοιμος και σίγουρος από ποτέ, γι’ αυτό και τα λάθη ή τα σωστά του είναι περισσότερο πιθανό να καθορίσουν τη ζωή του.Ότι, δηλαδή για παράδειγμα, αν ξεκινήσεις γυμναστήριο στα 20 υπάρχει πιο μεγάλη πιθανότητα να συνεχίσεις να το κάνεις όλη σου τη ζωή, σε αντίθεση με το λίγο δυσκολότερο που το κάνει μια αντίστοιχη έναρξη στα 30. Κι έχει απόλυτα λογική εξήγηση αυτή η θεωρία, η οποία έγκειται στο εξής. Όταν είσαι 20 όλη σου η ζωή είναι μια πιθανότητα. Μια προοπτική που θα μπορούσε εν δυνάμει να εξελιχθεί στα πάντα. Άρα, υποθετικά, στα είκοσί σου είσαι ένας μικρός θεός που κινεί τα νήματα της ζωής του.

Νομίζω, ωστόσο, πως η έρευνα πιο μακριά απ’ την πραγματικότητα δε θα μπορούσε να βρίσκεται. Αν κρίνω, δηλαδή, απ’ τα «φοβάμαι» που έχω πει ή έχω ακούσει την τελευταία βδομάδα που σίγουρα είναι πιο πολλά απ’ τις καλημέρες. Είναι ίσως γιατί στα 20 νομίζεις εν τέλει πως είσαι ένας μικρός θεός χωρίς να βλέπεις τη θνητή σου βάση κι όσα λάθη κι αν κάνεις θα καταφέρεις να τα διορθώσεις εγκαίρως. Εγκαίρως κι εν καιρώ, στη ζωή που απλώνεται μπροστά σου μέσα σε ένα «λίγο ακόμα».

Πολλές μεγάλες και πληγωμένες καρδιές, με ένα παράπονο που ποτέ δεν κατάλαβαν τη σκληρότητα του κόσμου, αυτοί είναι οι εικοσάρηδες. Επέλεξαν να ζουν σε μια δική τους νιρβάνα, έναν μικρόκοσμο όπου πάντα υπάρχει λίγος ακόμα χρόνος, γιατί ο χρόνος είναι ελπίδα, που τη χρειαζόμαστε όσο τίποτα τώρα που ο κόσμος κρέμεται από μια κλωστή πριν ξεσπάσει και πάλι.

Και κάπου εδώ τελείωσε ο καφές μου μαζί με τη συνοχή στη σκέψη μου. 24 πια, έχω τη σοφία τεσσάρων ολόκληρων χρόνων για να πω με απόλυτη ανωριμότητα πως δεν έχω ιδέα πού θα βρίσκομαι σε δέκα χρόνια, τι θα κάνω με τη δουλειά ή τη ζωή μου, πού θα ξημερώσω όταν θα θέλω πια σίγουρη καθημερινότητα. Ίσως συνεχίσω αργότερα. Ίσως πάλι κι όχι.

Αφού λοιπόν ξεχάστηκα, μουρμουρίζει ο φίλος Παύλος κι εγώ δε βρίσκω κάτι έξυπνο να γράψω. Θα απολαύσω λοιπόν την τελευταία μου γουλιά, μαζί με το τραγούδι του θέτοντας μόνο μία ερώτηση σε σένα που δεν κυνηγάς τα όνειρά σου επειδή φοβάσαι πως είσαι πολύ μικρός ή πολύ μεγάλος.

Γιατί είσαι ακόμα στον καναπέ σου;

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη