Σκέψου ένα πακέτο ερωτήσεων που θα αποφασίσεις να κάνεις σε κάποια πρώτη γνωριμία. Θα ζητήσεις, λογικά, να μάθεις, αγαπημένη ταινία, χρώμα, τραγούδι, θα θελήσεις να σου πει για το αγαπημένο του φαγητό.

Πάρε τώρα όλα τα κοινωνικά μέσα που διαθέτεις για να επικοινωνείς. Όλα μετριούνται με likes και tweets, έχουν ξεκάθαρη κατηγορία «αγαπημένων» για να μπορείς να επανέλθεις σε αυτή όποτε το θελήσεις. Υπάρχει κατηγοριοποίηση ακόμα και στο πόσο σου αρέσει αυτό που σου αρέσει, για να μπορούμε όλοι εμφανώς να διακρίνουμε πως αν δεν κλικάρεις την «τέλεια» καρδούλα, θα είναι απλά κάτι που «σου άρεσε» κι όχι που σε ενθουσίασε.

Από μικρά παιδιά έχουμε την τάση οι άνθρωποι -αλλά μας την εισχωρούν και βίαια στο κεφάλι ταυτόχρονα- πως καθετί μικρό ή μεγαλύτερο στη ζωή, οφείλει να ανήκει σε κάποια κατάταξη, που θα δηλώνει την αξία του, σε σχέση με κάτι άλλο. Όλα όσα γνωρίζουμε κι επιδιώκουμε να κάνουμε, πρέπει να έχουν μια στόφα καλύτερου, μεγαλύτερου, νοστιμότερου, πιο δυνατού από κάτι αντίστοιχο που έχει υπάρξει παλιότερα.

Το οποίο αν το καλοσκεφτείς, είναι ξεκάθαρα ψυχαναγκαστική ανάγκη, να μπαίνουν τα πράγματα σε κατηγορίες και σειρές. Να ξέρεις τι είναι μετά από τι, για να γνωρίζεις με ακρίβεια τι θα ακολουθήσει και τι αντίστοιχα, χρειάζεται να ξεπεράσεις. Γι’ αυτό κι οι άνθρωποι που λειτουργούν με λίστες, θεωρούνται πιο οργανωμένοι και συγκρατημένοι. Σκέψου ας πούμε, να πας στο σούπερ μάρκετ χωρίς λίστα. Λογικά θα κάνεις εκατό ευρώ ψώνια, γιατί δε θα μπορείς να διαλέξεις τι είναι αυτό που χρειάζεσαι και τι απλά σου τη βάρεσε να αγοράσεις.

Συμφωνώ, πως το να μην υπάρχει πουθενά μια σειρά πραγμάτων, θα ήταν καταστροφικό για την ανθρώπινη οργάνωση σε τόσο μεγάλους πληθυσμούς. Αλλά όλο αυτό, φτάνει σε κάποιο σημείο που όντως εξυπηρετεί και βοηθάει κι όταν ξεπεράσει αυτό το σημείο, καταλήγει να περιορίζει απίστευτα την ανθρώπινη επιλογή, αλλά και το δικαίωμα του να πεις «άλλαξα γνώμη».

Ο άνθρωπος έχει τεράστια αδράνεια στην αλλαγή. Γενικότερα. Πόσο μάλλον στην εσωτερική αλλαγή, που συμβαδίζει και με μια ωριμότητα του να αντιληφθείς, τι από αυτά που επιμένεις είναι πείσμα κι εγωισμός και τι όντως πιστεύεις. Πόσες φορές επέμεινες για κάποιον τραγουδιστή, ή για κάποιο συγκεκριμένο τραγούδι, πως είναι το καλύτερο στην ιστορία της μουσικής και δεν υπάρχει άλλο παρόμοιο. Πόσες φορές έφτασες κοντά στο να παίξεις ξύλο απ’ τα νεύρα σου για κάτι που θεωρούσες πως είναι το καλύτερο, μα εν τέλει ήταν απλά το καλύτερο εκείνη τη χρονική περίοδο; Αργότερα ήρθε κάποιο άλλο τραγούδι, κάποιο άλλο φαγητό ή μαγαζί που έγινε στέκι, γιατί στη δεδομένη στιγμή σου ταίριαζε περισσότερο.

Και για να μη βγαίνω έξω απ’ το χορό γιατί καθετί που γράφουμε προκύπτει από παρατήρηση πρωτίστως των δικών μας ηλίθιων πεισμάτων και λαθών,  δηλώνω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ αμετανόητη φαν του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Τον αγαπώ και τέλος. Βέβαια, έχω να τον ακούσω κανένα εξάμηνο, γιατί απλά περνάω άλλη φάση μουσικά. Είναι το αγαπημένο μου τραγούδι, τραγούδι του Μαχαιρίτσα; Όχι. Το λέω; Όχι. Όχι γιατί ντρέπομαι, αλλά γιατί βαριέμαι.

Κι από κει προκύπτει σε μεγάλο βαθμό η θέληση να έχουμε τόσο σταθερές κι ακλόνητες προτιμήσεις. Γιατί τυπικά, με κάθε προτίμηση που εσύ αλλάζεις, αλλάζεις και λίγο σαν χαρακτήρας και σαν προσωπικότητα. Οπότε πρέπει να πεις στο γκομενάκι, που θέλει να σου κάνει δώρο, να μη σου πάρει σταράκια που κάποτε δεν τα έβγαζες απ’ το πόδι, γιατί τώρα γουστάρεις αθλητικά που κάποτε τα σνόμπαρες.

Και προφανώς και μεγαλώνοντας θα αλλάξουμε γνώμη ένα εκατομμύριο φορές, για δύο και μόνο λόγους. Πρώτον, τα ερεθίσματα που έχεις ως παιδί για να αποφασίσεις τι σου κάνει και τι όχι είναι πολύ περιορισμένα σε σχέση με την έκθεση που θα αποκτήσεις στην πληροφορία, αργότερα στη ζωή σου. Άρα η επιλογή είναι πιο εύκολη. Και δεύτερον γιατί το «θέλω» ή το «μου αρέσει» κάτι, κρύβουν μέσα τους ένα πολύ συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, που αφορά το «τώρα».

Τώρα μου αρέσει κάτι, γιατί έχω αυτές τις ανάγκες κι αυτά τα ερεθίσματα. Σε πέντε λεπτά, μπορεί όλα να ανατραπούν κι αυτό είναι απόλυτα τρομακτικό και συναρπαστικό ταυτόχρονα. Αντί λοιπόν να τρέμουμε τις αλλαγές και να προσπαθούμε τόσο πολύ να τις περιορίσουμε, ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε να ανοιχτούμε περισσότερο σε αυτές, για να χαλαρώσουμε λίγο επιτέλους.

Να είναι οκ να μην έχεις αγαπημένη ταινία, γιατί γαμάνε εξίσου ο « βασιλιάς των λιονταριών» και το «fight club», αλλά για ξεκάθαρα άλλους λόγους και δε χρειάζεται να διαλέξεις κάποια ψυχαναγκαστικά για να έχεις νικητή. Δεν είναι όλα συγκρίσιμα και δε χρειάζεται να είναι. Ίσως αν ο άνθρωπος σταματούσε να ασχολείται με το να φτιάχνει λίστες από αγαπημένα, να αγαπούσε απλά πιο πολύ. Ένα πείραμα είναι κι αυτό.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη