Υπάρχουν κάποιες γυναίκες που κάνουν αισθητή την παρουσία τους με την είσοδό τους σε ένα χώρο.

Όχι με επιδεικτικές κινήσεις και υπερβολικά δυνατές ομιλίες, αλλά με τη δύναμη τους να επιβάλλονται.

Σου δίνουν την εντύπωση ότι κυριαρχούνται τόσο στον περίγυρο, όσο και στους εαυτούς τους.

Ακριβώς αυτή τη σκέψη έκανα όταν γνώρισα την Εύα.

Πάντα συνεπής στη δουλειά, δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα.

Γενικά εσωστρεφής, δεν είχε πάρε-δώσε με τους υπόλοιπους.

Με τον καιρό βέβαια έγινε κομμάτι της παρέας κι ένα Σαββατόβραδο βγήκαμε όλοι μαζί.

Λίγο η εύθυμη παρέα, λίγο η ζέστη του καλοκαιριού και τα ποτήρια του κρασιού άδειαζαν και ξαναγέμιζαν σε κλάσματα δευτερολέπτου.

Τότε ήταν που είδαμε μία άλλη Εύα.

Μια Εύα όχι και τόσο συγκρατημένη, όχι και τόσο αυστηρή.

Είχε αρχίσει να λέει και κάτι ασυναρτησίες, αλλά τη δικαιολογήσαμε καθώς όλοι είχαμε πιει λίγο παραπάνω.

Μία μέρα τυχαία τα θυμήθηκα και την ρώτησα.

Αφού με όρκισε ότι δε θα το ξανασυζητήσουμε, μου μίλησε για τη ζωή της.

Ήταν λίγο πριν το πτυχίο, τελευταία εξεταστική στη σχολή που πάντα αγαπούσε.

Από παιδί γιατρός ονειρευόταν να γίνει. Τίποτα δε θα την εμπόδιζε.

Όταν όμως οι άνθρωποι κάνουν σχέδια η μοίρα βλέπει και κρυφογελάει.

Έτσι γνώρισε η Εύα το Γιάννη, έρωτα αγιάτρευτο, από τους λίγους.

Τον έρωτα ως τότε τον διάβαζε μόνο σε βιβλία, δάκρυζε γι’ αυτόν σε ταινίες, τον έβλεπε στα όνειρά της.

Κι αν λένε πως η πραγματικότητα δεν μπορεί να αγγίξει το όνειρο, στην περίπτωσή τους το είχε ξεπεράσει.

Δεν είχε πλέον χρόνο και διάθεση για εξεταστικές και μαθήματα, μόνο για βόλτες ατελείωτες και νύχτες πνιγμένες σε φιλιά.

Κάποτε τολμούσαν να συζητήσουν για το μέλλον, αλλά το παρόν τους συνέπαιρνε τόσο έντονα ώστε να ξεχάσουν τις συζητήσεις αυτές.

Πάθος, που όσο περνούσε ο καιρός παρέμενε αναλλοίωτο.

Πόθος, που ολοένα γιγάντωνε και δεν τους άφηνε να ηρεμήσουν.

Η σχέση τους ήταν απόλυτη, ζητούσε τα πάντα.

Κάπου ανάμεσα σε φιλιά και αγκαλιές, ημερομηνία ούτε που θυμόταν, ήρθε το απρόοπτο.

Ένα μωρό.

Ένα μωρό στα αζήτητα. 

Ούτε να το πει στον εαυτό της δεν τολμούσε.

Αυτή που ήταν πάντα οργανωμένη και μετρημένη, που τα είχε όλα υπό έλεγχο, πως είχε αφήσει τον εαυτό της να αφεθεί έτσι;

Για λίγα λεπτά τόλμησε να δημιουργήσει την εικόνα του μέλλοντος που την περίμενε και τότε τρόμαξε τόσο, που παραλίγο να λιποθυμήσει.

Δεν θα είχε μάτια να αντικρίσει ξανά τους δικούς της, που την φαντάζονταν επαγγελματία γιατρό να τρέχει σε συνέδρια και όχι σε παιδικά πάρκα.

Η εικόνα του πτυχίου δε και η μελλοντική ένδοξη καριέρα φάνταζαν πλέον βουνό στα μάτια της.

Για παρέα και ανέμελα ξενύχτια, ούτε λόγος βέβαια.

Αλλά αυτό που την τρόμαζε περισσότερο ήταν εκείνος.

Πώς θα μπορούσε να αντέξει το απόλυτο που ζούσαν σε συνθήκες καθημερινότητας;

Αυτός ήταν ακόμη παιδί, έστω και μεγάλο, δεν μπορούσε να σηκώσει τέτοια βάρη στις πλάτες του.

Έτσι αποφάσισε εκείνη και για τους δύο και απλώς το ανακοίνωσε.

Δεν υπήρχε χώρος στη ζωή της για ένα παιδί.

Στο χειρουργείο που ακολούθησε, έμενε δίπλα της σιωπηλός παρατηρητής κρατώντας της το χέρι.

Η τόση ένταση είχε δώσει πλέον τη θέση της, σε μια σιωπή.

Έρχεται κάποιες φορές στη ζωή, η καθοριστική στιγμή. Εκείνη των μεγάλων αποφάσεων.

Μπροστά στη στιγμή αυτή δείλιασαν και οι δύο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.

Έβαλαν εμπόδια, προφασίστηκαν αξεπέραστες δυσκολίες και θυσίασαν στο βωμό τους έναν έρωτα και ένα παιδί.

Μπροστά στο απρόοπτο δεν τόλμησαν να ρισκάρουν.

Ακόμη και αν δεν πετύχαινε, τουλάχιστον θα είχαν δοκιμάσει. Μαζί.

-Το μετάνιωσες ποτέ;

– Όχι, ξέρω πως έκανα το σωστό, αυτό που έπρεπε. Μόνο μία κακιά ανάμνηση μου έχει μείνει από τότε. Βγαίνοντας από την κλινική έπεσε πάνω μου ένα αγοράκι που ξεγλίστρησε από το χέρι της μαμάς του. Είχε τα μάτια του Γιάννη, το πιστεύεις; 
Ίσως βέβαια και να μου φάνηκε.Ήμουν, βλέπεις, και ζαλισμένη από τη νάρκωση.

 

Συντάκτης: Νικολέτα Σάρρου