Οι άνθρωποι, έλεγες, χωρίζονται ανάλογα τον τρόπο που διαχειρίζονται τον πόνο και με θυμάμαι να σου λέω πως ο άνθρωπος που κλαίει, είναι πιο δυνατός από εκείνον που επιλέγει να τα θάψει όλα μέσα του.

Έλεγες τόσα και τόσα, πως ο άνθρωπος που δε μιλάει για τα βάσανά του δεν πονάει όσο εκείνος που επιλέγει να τα μοιραστεί. Μας θυμάμαι να τσακωνόμαστε ατέλειωτες ώρες για το ποιος έχει δίκιο και ποιος έχει άδικο.

Πονούσε κάθε φορά που γελούσες όλο νάζι και με πείραζες πως όσο μεγαλώνω θα μάθω τι εννοείς. Όσο κι αν δεν το παραδεχόσουν, εγώ καταλάβαινα απόλυτα το τι έλεγες. Εσύ νόμιζες πως αδυνατούσα να καταλάβω.

Και έτσι μια μέρα, με μισόλογα κι ηλίθιες δικαιολογίες, βάλθηκες να με αναγκάσεις να καταλάβω τι σημαίνει πόνος. Λες κι ήμασταν κάτι εντελώς τυχαίο, έτσι πίστεψες πως έδωσες ένα τέλος που αρμόζει σ’ αυτό που είχαμε. Σε γελάσανε νομίζω. Αν εσύ δεν μπόρεσες να καταλάβεις τι είχαμε, ποια είμαι εγώ για να σου δείξω; Στο κάτω-κάτω, δεν το αξίζεις κιόλας.

Κι αν περηφανεύεσαι πως το τέλος που έβαλες δεν προκάλεσε πόνο σε κανέναν, σε γελάσανε και πάλι. Εσύ μπορείς να λες σε όποιον θέλεις πως τα βράδια δε με σκέφτεσαι, πως δε με ψάχνεις σε τυχαίες υπάρξεις που γνωρίζεις στα μπαράκια που αποφάσισες να συχνάζεις μετά το χωρισμό μας, στο δρόμο, στη δουλειά. Εσύ μπορείς να κοροϊδέψεις ακόμα και τον εαυτό σου. Άλλωστε, έτσι σε έμαθες. Να μην παραδέχεσαι ακόμα κι αυτά που νιώθεις. Και δε μιλάμε για μαλακίες κι ενθουσιασμούς. Μιλάμε για έρωτα. Κι αν σε είχα σχεδόν κάθε βράδυ να μου εξομολογείσαι τον έρωτά σου, ήταν επειδή τον ένιωσες σε κάθε χιλιοστό του.

Οπότε μη μου λες εμένα αν πόνεσα ή όχι, γιατί, μεταξύ μας, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να με κρίνεις για το πώς θρηνώ τον χωρισμό μας. Δε θέλω να ακούσω λέξη, γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις για μένα και για ό,τι σκατά έκανα για σένα. Γιατί όταν ξημεροβραδιαζόμουν να σε καθησυχάζω για τους φόβους σου, όταν έδινα όλο μου τον χρόνο να σε βοηθάω συζητώντας τα προβλήματά σου, όταν πάλευα να σε συνεφέρω ακόμα και στις πιο σκοτεινές σου μέρες, το έκανα πρώτα για να δω εσένα καλά και στο τέλος εμένα.

Γιατί πόνεσα κι ένας θεός ξέρει το πόσο. Γιατί όταν στριφογυρνούσα, αγκαλιά με μαξιλάρια και σκεπάσματα ήταν επειδή προσπαθούσα έστω και λίγο να με πάρει ο ύπνος, νομίζοντας πως μύριζα το άρωμά σου κι ας είχα πλύνει χίλιες φορές τα σεντόνια μου, πιστεύοντας πως τίποτα πλέον δε θα σε θυμίζει. Γιατί όταν έπρεπε να εξηγήσω σε φίλους και γνωστούς πως δεν υπάρχεις πλέον στη ζωή μου, έχανα για δευτερόλεπτα την αναπνοή μου, προσπαθώντας να εξηγήσω στον κάθε μαλάκα που ρωτούσε πως μας τελείωσε, οπότε για να μη βαρεθούμε ο ένας τον άλλον αποφασίσαμε να το λήξουμε.

Γιατί πόνεσα και δε σε αφορά το πόσο. Γιατί έκλαψα σε τουαλέτες και μπαλκόνια. Γιατί ήπια τον Βόσπορο και κάπνισα τις μισές καπνοβιομηχανίες κι ακόμα να τα καταφέρω. Αλλά δε σε έχω ανάγκη. Δεν έχω ανάγκη ούτε να σε δω ούτε να ακούσεις ό,τι έχω να πω. Δεν αξίζεις λέξη κι αν ασχοληθώ, κακό σε μένα θα κάνω. Οπότε απλά σταμάτα τις δήθεν φιλοσοφίες και προχώρα στη ζωή σου. Γιατί δεν είσαι σε θέση να κρίνεις τον πόνο του άλλου. Ειδικά αν τον έχει προκαλέσει εσύ ο ίδιος.

Μα εσύ δε θα μάθεις τίποτα απ’ αυτά, γιατί όσο κι αν πιέζομαι να μη σου στείλω τις ώρες που σε έχω ανάγκη, εσύ απλώς θα ξέρεις πως είμαι καλά, βγαίνω με τις φίλες μου κι έχω προχωρήσει στη ζωή μου. Δε θα σου πω ότι φοβάμαι να κοιτάξω άλλον ούτε ότι πνίγομαι στις ανασφάλειές μου. Δε θα μάθεις πως μπαίνω διαρκώς στο τριπάκι να τους συγκρίνω όλους και μπροστά σου δεν πιάνουν μία.

Δε θα μάθεις τίποτα απ’ αυτά γιατί δεν είσαι εδώ. Γιατί αν άξιζεις, θα ήσουν κι όσο παραμυθιάζω τον εαυτό μου πως όλα αυτά είναι ένα ψέμα, το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να σηκωθώ και να με φτιάξω ξανά.

Κι όταν σε δω τυχαία στο δρόμο δε θα με πιάσει το στομάχι μου ούτε θα θέλω να εξαναφανιστώ. Θα σε χαιρετίσω και θα συνεχίσω τραβώντας τον δρόμο μου. Χωρίς εσένα, βέβαια.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη