Μία απ’ τις μεγαλύτερες συνήθειές μας είναι η απάντηση: «Καλά», όταν μας ρωτάνε πώς είμαστε. Καλύπτει ένα εύρος απαντήσεων απ’ το «Σκατά, ρε φίλε», μέχρι το «Εντάξει, μωρέ, δε βαριέσαι». Είναι η πιο σύνθετη και πολύπλοκη απάντηση. Απ’ τη μία, δε σε ξέρω, ρε αδερφέ, τόσο καλά ώστε να σου μιλήσω για τα ζόρια μου κι απ’ την άλλη, είμαι αρκετά νηφάλιος για να τα βγάλω από μέσα μου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ποτέ δε σημαίνει πως είσαι όντως καλά. Έχεις προβλήματα, όπως όλοι, αλλά προσπαθείς να μην κλαίγεσαι.

Βέβαια, σαν να μη σου έφταναν τα προβλήματά σου, θα έχεις πάντα ακόμη ένα να προστίθεται. Είναι εκείνος ο τυπάς που έρχεται πάντα στην πιο άκυρη στιγμή, σε χτυπάει στην πλάτη και σου λέει να χαμογελάσεις κι ότι όλα θα πάνε καλά. Ρε άντε μου στο διάολο, ακόμα δεν ξύπνησα, μαλάκα. Ευχαριστώ, για τη βοήθεια. Να μα την Παναγία, ήδη νιώθω καλύτερα. Κι εσύ αντί να του ρίξεις κάνα μπινελίκι, χασκογελάς σαν ηλίθιος. Εσείς να πάτε να πνιγείτε μαζί με τους πρηξαρχίδες, που θέλουν να μάθουν οπωσδήποτε το πρόβλημα.

Σε έχει καταβάλει η μονοτονία, η πλήξη. Ξυπνάς, σκέφτεσαι όσα έχεις να κάνεις και θες να βάλεις τα κλάματα. Δουλειά, σχολή σε περιμένουν να σου μαυρίσουν το πρωινό. Στο αμάξι έχεις κάθε παπάρα να κορνάρει από πίσω επί ένα τέταρτο. Στο λεωφορείο νιώθεις σαν παστή σαρδέλα έτοιμη να μπει στο τηγάνι. Οι λογαριασμοί έξω απ’ την πόρτα έχουν φτάσει σε ύψος το ματάκι, ο ντελιβεράς έρχεται με τα πόδια, ακόμη κι ο καφές είναι της παρηγοριάς. Βγαίνεις για ένα ποτό, αν σηκωθείς απ’ τον καναπέ που έχεις λιώσει την πέτσα σου, κι όλοι μιλάνε για μόδες, αθλητικά, σεξ και survivor. Θες να πάρεις ένα καλάσνικοφ και να τους γαζώσεις όλους, αλλά πού να τρως μετά τα φαγητά της φυλακής.

Κι εκεί που αρχίζεις να συμβιβάζεσαι με τη μαλακία που δέρνει τον κόσμο, όλα αλλάζουν. Ξυπνάς αισιόδοξος με ένα χαμόγελο, λες και στο κόλλησαν με βενζινόκολλα. Πας με όρεξη στη δουλειά ή τη σχολή για να δημιουργήσεις, να καλλιεργηθείς. Χαρούμενος μπινελικώνεις αυτόν που κορνάρει και στο λεωφορείο βρίσκεις θέση να κάτσεις. Απολαμβάνεις φαγητό και καφέ, ενώ χαίρεσαι που δε θα σου πάρει το σπίτι η ΔΕΗ. Στην παρέα, απολαμβάνεις τους καθυστερημένους φίλους σου, ενώ καυλαντίζεις με το μωράκι απέναντι. Η ζωή σου δεν έχει πια μία μαύρη, τρομακτική απόχρωση.

Έρχεται η στιγμή, που σε πλημμυρίζει μια ξέφρενη ζωντάνια. Αφήνεις το μαξιλάρι με τα δάκρυα και πιάνεις τη ζωή απ’ τα μαλλιά. Νιώθεις να αλλάζει το γούρι, η τύχη σου. Αναρωτιέσαι με ποιον πηδήχτηκε ο φύλακας άγγελός σου και τι μέσο έβαλε για να ξεφορτωθεί την καταχνιά που σε πλάκωσε. Βλέπεις το μέλλον αισιόδοξο, με πολλές νέες ευκαιρίες, καινούριους ανθρώπους και λαμπρά σχέδια. Απολαμβάνεις την καλοπέρασή σου κι εύχεσαι να παραμείνει η ευτυχία σου ως έχει. Τζάμπα το προσκύνημα, φιλαράκι.

Φοβάσαι αυτήν την απότομη αλλαγή και τη διάρκειά της. Προσπαθείς με νύχια και με δόντια να κρατήσεις την ανανεωμένη σου διάθεση κι εκεί το χάνεις. Πιέζεις ανθρώπους και καταστάσεις, έτσι ώστε να ξεφύγεις μια για πάντα απ’ την προγενέστερη βαρεμάρα, με αποτέλεσμα να μη σου βγαίνει σε καλό. Ο φόβος σου σε οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια πίσω στον καταθλιπτικό τρόπο ζωής. Μη μετράς τη χαρά και τη λύπη σε ένα χρονικό ζύγι, θα χάσεις το μέτρημα. Το γνωρίζεις καλύτερα από μένα, τίποτα δεν αντέχει για πάντα, η μονιμότητα ισχύει μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους.

Η ομορφιά της ζωής έγκειται στη μορφή της. Αδερφέ, η ζωή είναι τραμπάλα. Απ’ τα χαμηλά στα ψηλά και τούμπαλιν. Μην αγχώνεσαι για έννοιες όπως επιτυχία, αποτυχία κι «απόλυτη ευτυχία». Λέξεις είναι, μην τις αφήσεις να σε τρομάξουν, να σε πάρουν από κάτω. Ηρέμησε, ξεφορτώσου το άγχος σου. Οι τρεις αυτές έννοιες είναι εγγυημένες για κάθε άνθρωπο, θα τις βιώσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του. Στα δύσκολα να αντέχεις και στα όμορφα να αράζεις. Και να θυμάσαι πως, το «για πάντα» το λένε μόνο οι ερωτευμένοι κι οι αποτυχημένοι.

Στις μαύρες μέρες να σκέφτεσαι τις άσπρες. Στις άσπρες μέρες να μη σκέφτεσαι.

 

Συντάκτης: Θάνος Αραμπατζής
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη