Έχεις ποτέ ζηλέψει να χωθείς ανάμεσα στα σύννεφα και να κοιτάξεις τον κόσμο από ψηλά; Να γίνεις ταξιδευτής στα πούπουλα του ουρανού κι όλα να μοιάζουν με μικρές κουκκίδες απόμακρες κι απρόσιτες;

Έχεις ποτέ ακούσει άνθρωπο να σου μιλάει με τόση αγάπη για τον ουρανό, για τα χρώματά του, για τα πρόσωπά του; Μέσα απ’ τα λόγια κι απ’ τις εικόνες κάποιου μαθαίνεις να αγαπάς πράγματα που ίσως να σε τρομάζουν. Σε μαγεύει τόσο με τις περιγραφές του που σε κάνει να ξεχνάς την υψοφοβία σου κι όποια άλλη φοβία σου δημιουργεί η θέα του κόσμου από ψηλά.

Κάπως έτσι το ταξίδι με το αεροπλάνο που τόσο σε τρόμαζε, γίνεται ανοιχτή πρόκληση κι εσύ αποδέχεσαι την πρόσκληση να ξεπεράσεις τους φόβους σου και να τολμήσεις να γευτείς λίγη απ’ τη μαγεία που σου έταξε κάποιος όταν σου μίλησε για τούτα τα ταξίδια με τόση δύναμη κι αγάπη.

Πιάνεις θέση δίπλα σ’ εκείνο το μικρό παραθυράκι κι ένας άλλος κόσμος ξεκινάει να ανοίγεται μπροστά στα μάτια σου. Τούτο το σιδερένιο πουλί, όπως το λένε, σου δίνει το εισιτήριο για το άγνωστό σου και σου χαρίζει για λίγο φτερά για να χαθείς στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού που τόσα χρόνια καμάρωνες απ’ τα χαμηλά.

Η Γη μοιάζει με τεράστιο παζλ. Μοιάζει με καμβά που κάποιος έγραψε πάνω του σχέδια και χρώματα και τα γέμισε ζωή. Παρατηρείς πως τίποτε δεν είναι τόσο μακρινό όσο πίστευες, γιατί τελικά όλοι μας σε μια χούφτα χώμα είμαστε μαζεμένοι. Όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, όσα χρόνια κι αν περνούν, πάντα το χώμα θα έχει το ίδιο χρώμα και την ίδια υφή και το νερό το ίδιο διάφανο θα ρέει γύρω μας. Κι εμείς όλοι πρωταγωνιστές στο παραμύθι που γράφονται κεφάλαια με το πέρασμα των χρόνων.

Κι εκεί που σκέφτεσαι πόσο μικρός είσαι στο απέραντο του σύμπαντος, βλέπεις να ανεβαίνει προς τα πάνω ένα μικρό μπαλόνι. Από εκείνα τα γυαλιστερά, τα γεμισμένα με ήλιον που δραπετεύουν απ’ τα μικρά χεράκια και δυο ματάκια γεμάτα παράπονο τα κοιτούν να χαράζουν ανοδική πορεία προς το άγνωστο. Σου γεννιέται τόσο έντονα η επιθυμία να μπορούσες να το πιάσεις και να το επιστρέψεις στον ιδιοκτήτη του, απατώντας στα ερωτηματικά του. Πού πάει άραγε ό,τι δραπετεύει απ’ τα χέρια κάποιου που το αγαπάει τόσο.

Κλείνεις τα μάτια για λίγο κι έπειτα όταν τα ξανανοίγεις, τα βλέφαρά σου καίγονται από κάποιες μικρές αχτίνες φωτός που ξετρυπώνουν απ’ τα σύννεφα που βρίσκεται χωμένο τούτο το αεροπλάνο. Η αεροσυνοδός σου προσφέρει καραμέλα, λίγο καφέ και κέικ, μ’ ένα χαμόγελο που έχει κουμπώσει τόσο τέλεια πάνω στα χείλη της, λες κι είχε την τύχη να γεννηθεί έτσι χαμογελαστή.

Αναρωτιέσαι. Πώς μπορεί να χαμογελάει τόσο υπέροχα, ενώ σίγουρα δε θα είναι πάντα χαρούμενη, ούτε ξεκούραστη, ούτε και θα έχει πάντα τη διάθεση να ταξιδεύει. Όλα τα επαγγέλματα έχουν τις δικές τους δυσκολίες, σκέφτεσαι.

Στο διπλανό κάθισμα μια επιβάτης, άγνωστη για σένα ως εκείνη τη στιγμή, δείχνει να φοβάται απίστευτα και να προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Γιατί άραγε κάνει κάτι που την αγχώνει τόσο πολύ; Τι αξίζει τούτο το τίμημα; Ίσως μια αγάπη. Ναι, για μιαν αγάπη όλα τα μπορείς. Μόνο για μιαν αγάπη μπορείς να θάψεις φόβους και δισταγμούς και να κινήσεις μπροστά για ταξίδια που σε τρομάζουν.

Σε λίγο το αεροπλάνο σου ξεκινάει την καθοδική πορεία κι εσύ έχεις τώρα ελεύθερο το οπτικό πεδίο να ξαναέρθεις σε επαφή με τον κόσμο που απλώνεται από κάτω. Ένα πλοίο να πλησιάζει στο λιμάνι. Τα αυτοκίνητα κινούνται σε δρόμους και γέφυρες. Άνθρωποι πάνε κι έρχονται όπως πάντα, όπως κάθε μέρα.

Κι εκεί κάπου ανάμεσά τους, κρύβεται κι εκείνος ο δικός σου άνθρωπος, εκείνος που σε προέτρεψε να κάνεις τούτο το ταξίδι, εκείνος που θα ήθελες να του πεις πόσο όμορφα ένιωσες τελικά που κατάφερες ν’ αγγίξεις λίγο ουρανό. Κάπου εκεί είναι, μα όχι κάπου εδώ.

Όμως εξαιτίας του διαπίστωσες πως ο κόσμος από ψηλά τελικά είναι όμορφος κι ας έχεις φοβίες, τις οποίες αξίζει να νικήσεις για να κερδίσεις μοναδικές εμπειρίες. Γιατί όπως λέει και η Κική Δημουλά «εγώ που στ’ απίστευτα φανατικά πιστεύω ευχαρίστως ανταλλάσσω το σκληρό έδαφος που μου αναλογεί για ένα δύο πόντους αφράτο ουρανό».

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη