«Θα πρέπει να λείψω για λίγο καιρό.». Αυτή η πρόταση τριγυρνούσε μέρες στο μυαλό μου μέχρι να βρω τη δύναμη και τον τρόπο να την ξεστομίσω. Έψαχνα να βρω τις λέξεις που πονούν λιγότερο και διαβεβαιώνουν περισσότερο. Τις λέξεις που δε θα σε έκαναν να δακρύσεις εξαιτίας μου, τις λέξεις που δε θα σε έκαναν να θυμώσεις, να απομακρυνθείς, να φοβηθείς. Έψαχνα να βρω την κατάλληλη στιγμή, εκείνη που θα ήμασταν πιο κοντά, που θα μας έβρισκαν τα κακά νέα πιο δυνατούς για να αντέξουμε.

Το είχαμε συζητήσει και παλιά, το ξέρω. Όπως ξέρω ότι τότε μου είχες πει πως δεν πειράζει, πως θα με περιμένεις, πως καταλαβαίνεις. Θυμάμαι τόσο καλά εκείνο το «σε όλα μαζί αλλιώς σ’ όλα χώρια, ε;» που είπες κοιτώντας με στα μάτια και μετά χαμογέλασες και με φίλησες και με χάιδεψες και με αγκάλιασες κι ένιωσα ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο. Αλλά φοβάμαι πως τότε έκαιγε ακόμη μέσα σου εκείνη η μικρή φλόγα ελπίδας πως ίσως τελικά δε φύγω, πως ίσως τα πράγματα έρθουν αλλιώς και δε χρειαστεί να σε αποχωριστώ και να με αποχωριστείς για λίγο καιρό.

Φοβάσαι, όπως φοβάμαι κι εγώ. Εσύ φοβάσαι πως η αποχώρησή μου θα με οδηγήσει σε άλλες αγκαλιές κι εγώ φοβάμαι μήπως η επιστροφή μου δε σε βρει να με περιμένεις να κάνουμε όσα έχουμε σχεδιάσει και φανταστεί. Φοβάσαι πως θα σε αντικαταστήσω και φοβάμαι πως θα με ξεχάσεις. Φοβάσαι πως εγώ όσα λέω τώρα δεν τα εννοώ και φοβάμαι μήπως εσύ εννοείς όσα τώρα δε λες. Φοβάσαι πως θα περνάω καλά χωρίς εσένα και φοβάμαι πως θα μάθεις να ζεις με την απουσία μου.

Αλλά σ’ αγαπάω, ρε γαμώτο. Και δε θέλω να σε χάσω. Θέλω να παλέψουμε, να αντέξουμε. Το αξίζουμε. Αν δεν το αξίζουμε εμείς που δε λυγίσαμε ποτέ, εμείς που κοιταζόμαστε και λάμπει ο κόσμος, εμείς που στις αγκαλιές μας χωρέσαμε τα λάθη μας και τα σωστά μας, εμείς που βρήκαμε τη δύναμη να συγχωρούμε γιατί απλά αγαπάμε, τότε ποιοι το αξίζουν;

Εσύ απορείς μήπως δε θα είσαι στο μυαλό μου κι εγώ ήδη μετράω αντίστροφα τις μέρες. Δε φεύγω έτσι απλά. Φεύγω παίρνοντας μαζί μου το χαμόγελό σου, το όλο λατρεία βλέμμα σου, τις βόλτες που κάναμε χέρι-χέρι. Φεύγω παίρνοντας μαζί μου τα βράδια που γινόμαστε ένα, τον τρόπο που με αγγίζεις, τον ήχο της φωνής σου όταν μου λες πως μ’ αγαπάς κι εκείνον τον λυγμό όταν με ρωτάς αν σ’ αγαπώ εγώ.

Θα μου λείψεις πολύ. Και θα ζηλεύω όλους όσους θα μπορούν να σε βλέπουν κάθε μέρα. Θα θυμώνω με τον εαυτό μου που δε θα μπορώ να σε προσέχω, να σε έχω σαν τα μάτια μου, που θα ‘ρθουν στιγμές που θα χρειάζεσαι την αγκαλιά μου κι εγώ θα είμαι μακριά. Θα κουράζομαι και θα σε χρειάζομαι κι εγώ. Να ξαπλώσεις δίπλα μου, να κοιμηθούμε και να περάσουν όλα.

Η αγάπη όμως δεν κρύβεται μόνο στις αγκαλιές, στα φιλιά και στα βράδια που ξημερώνουμε μαζί. Κρύβεται στα μηνύματα που θα ανταλλάσσουμε όσο πιο συχνά μπορούμε, στις φωτογραφίες που θα σου στέλνω και θα μου στέλνεις για να βλέπω το πρόσωπό σου που λατρεύω, κρύβεται στα τραγούδια που μιλούν για αποστάσεις που τώρα θα γίνουν τα πιο δικά μας, κρύβεται στα τηλέφωνα που θα σε παίρνω έστω για να σε ακούσω ένα λεπτό και στις φορές που θα αποκοιμηθούμε με το κινητό στο χέρι απλά γιατί κανείς δεν μπόρεσε να το κλείσει ποτέ.

Η αγάπη μας δε θα μπει σε παύση. Σε παύση θα μπουν όλα όσα κάναμε μαζί, αλλά όχι όσα νιώθουμε. Κι όταν γυρίσω και σε σφίξω στην αγκαλιά μου θα το καταλάβουμε κι οι δυο πως η αγάπη μας θα έχει δυναμώσει και μαζί της κι εμείς, γιατί έχουμε χτίσει κάτι που δεν κλονίζεται, κάτι που ξέρει να υπομένει και να επιμένει.

Εσύ, που τώρα διαβάζεις κι ίσως δακρύζεις, ίσως γελάς, ίσως κοκκίνισες, ίσως βούρκωσες και με δυσκολία διακρίνεις πλέον τις λέξεις, να ξέρεις πως είσαι ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει κι εγώ όχι αρκετά τρελός για να σε αφήσω να χαθείς.

Μου λείπεις ήδη…

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη