Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθείς να μιλήσεις με τον άνθρωπο που στέκεται απέναντί σου και σε κοιτάει απογοητευμένα. Ψάχνεις αιτίες να δικαιολογήσεις τις αποφάσεις που δεν πήρες, τις στιγμές που έκανες βήματα πίσω, τις ώρες που είπες ανείπωτα λόγια.
Αυτό το κάτι που δεν έκανες, που σε κράτησε πίσω και σε έφερε σήμερα σε θέση να μη μπορείς να αντικρίσεις τον εαυτό σου.

Είναι επικίνδυνη η αναποφασιστικότητα στους ανθρώπους.

Στερεί την ελευθερία και τους εγκλωβίζει σε σκοτεινά, άηχα αμπάρια. Κλεισμένοι εκεί μέσα οι άνθρωποι ακούν τους ήχους και τους χορούς των άλλων ανθρώπων που βρίσκονται έξω από αυτό, όμως για αυτούς δεν έχει καμία σημασία που η πόρτα είναι ξεκλείδωτη, σχεδόν μισάνοιχτη, αδυνατούν να την ανοίξουν.

Μεγάλες μάχες στήνονται μεταξύ των αιώνιων αντιπάλων καρδιάς και μυαλού. Ορκισμένοι εχθροί, ασυμβίβαστοι και εγωιστές και οι δύο. Σκηνοθετούν παραστάσεις με ακριβά σκηνικά, επικές μουσικές, και φώτα.

Θεατής αυτής της λαμπερής παράστασης μόνο εσύ.

Βάζουν τα δυνατά τους και δίνουν οσκαρικά δραματικές ερμηνείες στην προσπάθεια τους να σε εντυπωσιάσουν και να κερδίσουν το μεγαλύτερό σου χειροκρότημα για να διαλέξεις, τη δικιά τους άποψη. Εσένα σου αρέσουν και οι δύο παραστάσεις, κι έτσι όταν έρχεται η στιγμή να χειροκροτήσεις δυνατά για να διαλέξεις αυτή που σου άρεσε περισσότερο, διαλέγεις να φύγεις πριν το φινάλε.

Είναι ακριβώς ισότιμες η καρδιά και η λογική που υπάρχουν μέσα σου. Ανήκεις στους αναποφάσιστους και είναι ακριβώς αυτή η ιδιότητα που σε κάνει να ντρέπεσαι.

Παίζεις τη ζωή σου στα ζάρια και περιμένεις απλά μια ζαριά καλή για να προχωρήσεις. Εξετάζεις κάθε πλευρά από το τετράγωνο ζάρι που κρατάς στα χέρια σου, όμως καμία δεν είναι δυνατή να σε πείσει. Όσο και να τα κρατάς στη χούφτα σου και να τα κουνάς, φοβάσαι να ρίξεις τη τελευταία ζαριά.

Φόβος για το τι θα ακολουθήσεις, γιατί πώς να αφήσεις τα γνωστά σου μονοπάτια για να μπεις σε άγνωστους δρόμους που δε γνωρίζεις. Βλέπεις από τη μια αυτό το μονοπάτι που σου είναι τόσο οικείο, γνωρίζεις τις λακκούβες του και ξέρεις πώς να τις αποφύγεις, όμως βλέπεις κι εκείνον το νέο δρόμο που φαίνεται στο βάθος άγνωστος. Αυτό φοβάσαι. Το άγνωστο.
Μετατρέπεις το φόβο σου σε απραξία. Μένεις σε κατάσταση αναμονής χωρίς τελικά να έχεις τίποτα να περιμένεις. Πόσες φορές ξεγέλασες εκείνο το αθώο είδωλο που σε κοιτάει στο καθρέφτη;

Του έδινες χίλιους λόγους να μένεις στην ίδια θέση για χρόνια και ας μη σε ευχαριστούσε. Του έλεγες τόσες δικαιολογίες για να δικαιολογήσεις τα λόγια που δεν είπες.

Η δράση ήθελε κότσια κι εσύ είχες πάντα ένα καλό λόγο για να την αποφεύγεις. Σιωπηλός παρατηρητής της ίδιας σου της ζωής. Άφηνες τις αποφάσεις στους δυνατούς. Σαν να φοράς χάρτινο κουστούμι και να νομίζεις ότι με αυτό εντυπωσιάζεις. Έτσι έδειχνες.

Άραγε για μια φορά θα μπορούσες να λαμπαδιάσεις τη ζωή που ήδη έχεις και μέσα από μια φλόγα της να ψάξεις να βρεις τις επιθυμίες σου;
Να σπάσεις σχοινιά, βολεμένες καταστάσεις, χιλιοφορεμένα μπλουζάκια και να εκφράσεις και να ακολουθήσεις τις επιθυμίες σου.

«Πόσες επιθυμίες σου έχεις καταπνίξει ανάμεσα σε λογική και συναισθήματα;» το είδωλό σου επιμένει.

Εσύ, όμως είχες γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι που καθόταν στο εδώλιο με το περίλυπο αθώο ύφος του ενόχου. Δεν ήσουν όμως θύμα όσο και εάν ήθελες να παρουσιαστείς έτσι. Ήσουν θύτης και μάλιστα ο πιο ένοχος για όλα όσα συνέβαιναν γύρω σου. Η ζωή ήταν δικιά σου κι εσύ την έφτασες στο τέλος. Έμεινες να περιμένεις ένα τίποτα που δεν ερχόταν ποτέ να σου χτυπήσει τη πόρτα. Λευκές τρίχες έχουν βγει στο είδωλο σου κι εσύ ακόμα δεν έχεις καταλάβει πως είχε έρθει η στιγμή να φύγεις.

Μη ρωτάς για σωστά και λάθη. Άλλωστε όταν πρέπει να πάρεις μια απόφαση, το πρώτο που έχεις να κάνεις είναι το σωστό, το δεύτερο το λάθος. Έτσι, είτε πρόκειται για πρωτιά είτε για δεύτερη θέση θα έχεις ένα μετάλλιο και αυτό είναι που αξίζει.

Η τρικυμία μέσα σου εκείνο το βράδυ ξάφνου σώπασε, μετά από τη φωνή που άκουσες στο μυαλό να σου λέει τα παραπάνω λόγια.

Δε θυμάσαι πολλά, μόνο τη στιγμή που χτύπαγες τη πόρτα της. Τα χέρια σου ήταν ματωμένα από τα γυαλιά του καθρέφτη σου. Για πρώτη φορά έδειξες να τολμάς. 
Είχες ήδη κάνει το πρώτο βήμα, αντέδρασες.

Συντάκτης: Πέννυ Πηττά