Λυσσάξατε όλοι ν’ ασχολείστε με τον καημένο το λύκο. Επειδή ήταν κάπως πιο άγριος εμφανισιακά απ’ την Κοκκινοσκουφίτσα ή τα τρία γουρουνάκια ή τα εφτά κατσικάκια, πέσαμε με τα μούτρα να τον φάμε.

Κάτσε λίγο να σκεφτούμε λογικά. Μήπως τον παρεξηγήσαμε; Τι να τον παρεξηγήσαμε, θα μου πεις, τα δόντια του δεν τα είδες; Γρύλισμα, αγριάδα, το στενό μαρκάρισμα με τόση πονηριά πού το πας;  Σίγουρα είναι κακός, δεν έχει δικαιολογίες.

Μήπως τον πείραξε όμως κανένας κι άλλαξε στην πορεία ή γεννήθηκε κακός; Μα ποιος γεννήθηκε κακός, πλάκα μας κάνεις; Ό,τι έγινε ο λύκος, αυτό το κακό, πονηρό και μοχθηρό ζώο, είναι αποτέλεσμα από κάτι άλλο. Και συνήθως αυτό το κάτι άλλο είναι η πρώην καλοσύνη που κουβαλούσε και δεν είδε «χαΐρι».

Τότε μήπως του αξίζει μια δικαιολογία ή θα τον κατηγορούμε και θα τον μισούμε αιώνια γιατί ήθελε να φάει κάποιους; Μήπως ήθελε απλά να τους φοβίσει γιατί ήταν ο ίδιος φοβισμένος; Μήπως όπως φαίνεται στο τέλος των παραμυθιών στ’ αλήθεια δεν τους έφαγε;

Σκέφτηκε ποτέ κανένας αν ο λύκος πριν γίνει αυτό το κτήνος που διασύρουν, υπήρξε κάποτε καλός; Κανένας. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε την τάση να βλέπουμε το αποτέλεσμα κι όχι την αιτία που το προκάλεσε. Τείνουμε πάντα να κατηγορούμε και να καταδικάζουμε αυτόν που είναι ευκολότερος στόχος. Αυτόν που κι άλλοι δείχνουν με το δείκτη της παλάμης τους για να γίνουμε ευκολότερα ένας απ’ αυτούς.

Δεν ξέρουμε να δικαιολογούμε, να ψάχνουμε, να προσεγγίζουμε, να βοηθάμε. Ναι, ο λύκος σίγουρα υπήρξε καλός, αλλά κάποιες συνθήκες στο δρόμο του τον μεταμόρφωσαν σ’ αυτό το τέρας που θέλουμε να παρουσιάσουμε.

Πήγε ποτέ κανένας να ρωτήσει αυτόν το λυκάκο γιατί θέλει να τους φάει όλους; Όχι βέβαια, γιατί είναι λύκος κι είναι επικίνδυνος. Μα εμείς είμαστε επικίνδυνοι που βλέπουμε κάποιον να επείγει η ανάγκη του για εμπιστοσύνη κι αγάπη και του κλείνουμε την πόρτα ή φωνάζουμε τον κυνηγό να τον σκοτώσει.

Τίποτα δε σε διαβεβαιώνει πως κάποια στιγμή δε θα γίνεις κι εσύ λύκος και θα θέλεις να τους κατασπαράξεις όλους, επειδή βαρέθηκες να σ’ εκμεταλλεύονται. Μάθαμε ποτέ τι απέγινε η «καλή» Κοκκινοσκουφίτσα; Αν έγινε κλέφτρα ή δολοφόνος; Αν δεν της ρούφηξαν ό,τι καλό είχε και βαρέθηκε και τίναξε όλα τα καλαθάκια και τα σκουφιά της στον αέρα;

Πότε δε μάθαμε κι ούτε θα μάθουμε. Ξέρεις γιατί; Γιατί και να μάθουμε θα τη δικαιολογήσουμε για το κακό που αντιμετώπισε και τη μεταμόρφωσε σ’ ό,τι κακό μπορεί να μεταλλάχθηκε. Βλέπεις λοιπόν, ότι αν δε μάθουμε το παρελθόν και τους λόγους που οδηγούν κάποιον στην απέχθεια της πλειοψηφίας, δεν είμαστε αντικειμενικοί κριτές. Είμαστε μια απ’ τις πολλές σακούλες έξω απ’ το σκουπιδοτενεκέ.

Μην απομακρύνεσαι απ΄ την οθόνη με τη λέξη «σκουπιδοτενεκές». Εκεί ανήκουμε αν σταυρώνουμε το λύκο που τρόμαξε κάποιους επειδή ήταν ο ίδιος ο πιο τρομαγμένος. Πάντα έχουμε αυτό το κακό χούι. Να σημειώνουμε στο μυαλό μας το αποτέλεσμα της διαίρεσης ή του πολλαπλασιασμού. Όχι τα κρατούμενα, όχι τους διαιρέτες ή τους πολλαπλασιαστές.

Ναι, αλλά ο λύκος έχει το δικαίωμα ν’ ακουστεί. Ν’ απολογηθεί, να ζητήσει συγγνώμη, να βγάλει το θυμό του, να εξηγηθεί τέλος πάντων. Δεν του δίνεται αυτό το δικαίωμα, όμως, γιατί ξέρουν ότι είναι πονηρός. Γεννιέται κανείς πονηρός; Όχι. Η πονηριά είναι ξεθυμασμένη αθωότητα, ξεβγαλμένη ταπεινότητα που αντί να σ’ εξελίξει, σ’ έσπρωξε στην κατρακύλα χωρίς πολλά-πολλά. Οπότε τι έκανες; Άκουσες τη φωνούλα που μουρμούριζε «πάρ’ το αλλιώς».

Και να! Πρωτοεμφανιζόμενος λύκος κι εσύ όπως κι εκείνος τότε. Καλώς ήρθες στον κόσμο του «κακού». Δεν έχει εισαγωγές και παρουσιάσεις για το κουφάρι σου, τώρα είσαι κακός, τελείωσε. Δεν ερωτήθηκες γιατί έγινες κακός και πόσο καλός ήσουν πριν, οπότε να λείπουν οι δευτερεύουσες παρενθέσεις.

Ο λύκος -και βαλ’ το καλά στο μυαλό σου- είχε παρελθόν. Δεν είχε κακό γενετικό υλικό, αλλά κακή πορεία. Ήταν καλός, ήταν αθώος, ήταν δοτικός. Δεν είχε ακονισμένα νύχια ούτε δόντια που ξεσκίζουν σάρκες. Ήταν ένας από εμάς. Σταμάτα λοιπόν να τον σπιλώνεις και να τον διαβάλλεις, γιατί αύριο μπορεί να του εξηγείς τι ήσουν πριν γίνεις κι εσύ ένα κτήνος.

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη