Λένε πως οι φωτογραφίες έχουν τη δύναμη να παγώνουν το χρόνο στις πιο δυνατές κι έντονες στιγμές. Στις στιγμές που θέλουμε να κρατήσουμε για πάντα. Σ’ αυτές που μας έκαναν να μεθάμε από ευτυχία, σ’ αυτές που μας σημάδεψαν για μια ζωή. Κάποιες στιγμές, όμως, δεν υπάρχουν πουθενά. Όχι γιατί δεν άξιζαν να αποτυπωθούν, αλλά γιατί ήταν τόσο σαρωτικές που μας ξεμυάλισαν. Και μετά τι;

Είναι βράδια που νιώθω πιο ευάλωτη. Ξέρεις ποια, εκείνα τα βράδια της μοναξιάς μου, που όσο κι αν το παλεύω μέσα μου, δεν μπορώ να σε διώξω απ’ το μυαλό μου. Είναι που έχω να σε δω καιρό κι ένιωσα την ανάγκη να ‘ρθω για λίγο κοντά σου. Αρπάζω το κινητό μου, δε βρίσκω ούτε μια φωτογραφία μας μαζί. Ψάχνω μα δε βρίσκω ούτε μια ξεχασμένη. Μα πώς γίνεται να μην έχουμε μια φωτογραφία εμείς οι δυο μαζί;

Μα τι λέω; Δε μας ένοιαζε. Το ζούσαμε κι αυτό αρκούσε. Ζούσαμε την κάθε στιγμή για μας κι όχι για να την επιδείξουμε στους άλλους. Δε μας ένοιαζε να μοιραστούμε τίποτα με κανένα. Κανένας φακός δε θα μπορούσε να απαθανατίσει αυτή την ευτυχία που έβλεπες στα μάτια μου κι εγώ στα δικά σου. Εσύ μου το ‘μαθες αυτό. Γι’ αυτό δεν άφηνες τίποτα να αλλοιώσει αυτό που ζούσαμε.

Ξέρεις κάτι; Νιώθω τυχερή που αυτές οι στιγμές ανήκουν σε μας και δεν μπορεί κανείς να μας τις κλέψει. Είναι καλά φυλαγμένες σ’ ένα κομμάτι μέσα μου κι όποτε έχω την ανάγκη να σε νιώσω, παίρνω το κλειδί και σου ανοίγω την πόρτα και τρυπώνεις και πάλι στη ζωή μου. Και τότε ξεπροβάλλουν όλες μία-μία.

Μια ταινία με εμάς πρωταγωνιστές, εμάς και θεατές. Το πρώτο σου φιλί, το πρώτο δειλό άγγιγμά σου, κάθε τρυφερή αγκαλιά, κάθε χάδι, κάθε καβγαδάκι και κάθε επανασύνδεση μετά. Πώς να χωρέσει, λοιπόν, η σπίθα αυτή στο βλέμμα, η ένταση της στιγμής σε μια φωτογραφία; Πώς θα αποτυπώνονταν όλα αυτά τα συναισθήματα σ’ ένα φακό ενός κινητού, αφού όλα ήταν πιο έντονα στην πραγματικότητα;

Όσες εικόνες ήθελα από εσένα, τις έχω κρατήσει στο μυαλό μου. Και μ’ ένα ερέθισμα οι εικόνες αυτές ζωντανεύουν, μαζί τους κι οι διάλογοί μας και το συναίσθημα ξεχειλίζει. Με πνίγει, μου κόβει την ανάσα. Με ήξερες καλύτερα απ’ τον καθένα. Κατάφερες να ξεκλειδώσεις κάθε κρυφό μου πόθο, κάθε φοβισμένο χαμόγελό μου, κάθε σκοτεινή μου σκέψη.

Τον χρόνο, όμως, τον φοβάμαι. Κι εμένα με φοβάμαι. Κι αν ξεχάσω; Κι αν η μνήμη μου με προδώσει; Κι αν οι αναμνήσεις κάποια στιγμή ξεθωριάσουν κι εσύ δε θα ‘σαι εδώ; Δε θα ‘σαι εδώ να φτιάξουμε καινούριες. Ό,τι είχα και δεν είχα από σένα ήταν αυτές οι στιγμές.

Μα πώς να ξεθωριάσουν, αφού εσύ θα ζεις για πάντα μέσα μου. Έχεις χαράξει το μυαλό. Τίποτα δε θα χαθεί γιατί έχεις αφήσει βαθιά το αποτύπωμά σου στην ψυχή μου. Κι όλα αυτά που μοιραστήκαμε θα τα θυμάμαι σαν όνειρο πια.

Εκεί θα γυρνάς ανενόχλητος. Στις πιο δικές μου σκέψεις, τις πιο κρυφές μου, τις υποσυνείδητές μου.

Συντάκτης: Σταύρια Κωνσταντίνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη