Μετά από παρατήρηση αποτυχημένων σχέσεων στο στενό φιλικό μου περιβάλλον, σε συνδυασμό με τις προσωπικές μου τεραστίων διαστάσεων ατυχείς επιλογές, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι κάθε χωρισμός είναι μια χιλιοπαιγμένη μελό αμερικανιά. Μια ταινία, δηλαδή, που σίγουρα έχεις ξαναδεί κάτι που μοιάζει σε αυτό που βλέπεις τώρα, λίγο-πολύ ξέρεις και το τέλος μα κάθεσαι και την παρακολουθείς χωρίς να ξέρεις απαραίτητα γιατί.

Κάπως έτσι κι ο χωρισμός, που πάντα σου θυμίζει έναν προγενέστερο και ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι κάποια στιγμή θα περάσει, αποτελείται από όμορφες κινηματογραφικές σκηνές απόλυτης κατάρρευσης και ξεφτίλας που έχεις κάθε δικαίωμα να πρωταγωνιστήσεις με πυγμή και θάρρος.

Σκηνή πρώτη: Το πρώτο σοκ.

Ή αλλιώς, όταν στα σκάει ο χωρισμός. Δεν έχει σημασία αν το επέλεξες ή αν σου ήρθε η κεραμίδα απ’ τον απέναντι όταν εσύ νόμιζες πως είχες τη σχέση ζωής. Η στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι κατά κει πάει το πράγμα είναι λίγο χειρότερη σε συναίσθημα απ’ το κλάμα που έριξες ότι πέθανε ο Τζον ο Σνόου, η μητέρα του Μπάμπυ και ο Μουφάσα. Μαζί.

Σκηνή δεύτερη: Η προσπάθεια πεθαίνει τραγουδώντας.

Κι αφού περάσει το πρώτο σοκ κι επανέλθεις σε συνθήκες φυσιολογικής, λέμε τώρα, ροής, που σημαίνει ότι μπορείς να συζητήσεις κι ένα πράγμα πέρα απ’ τον χωρισμό σου, ξεκινάει μια τάση για επιδιόρθωση. Είναι μια τελευταία ανάσα που έχεις ανάγκη να πάρεις για να σώσεις αυτό που δεν μπορείς να δεις ότι έχει τελειώσει. Σαν την τελευταία πατάτα που ψάχνεις κάτω-κάτω στο πιτόγυρο, μόνο για να ανακαλύψεις πως αυτό που έπιανες ήταν απλά πολύ καλά τυλιγμένη χαρτοπετσέτα. Στέλνεις κανένα μήνυμα για να μιλήσετε ή να βρεθείτε και τρως την απόλυτη παπάρα γιατί ή που θα φας το χι σου, ή που θα καταλήξετε να σκοτώνεστε μέσω μηνυμάτων.

Σκηνή τρίτη: Ζω ένα δράμα.

Εδώ είμαστε πια στο πικ του χωρισμού, στο μέσον της ταινίας, εκεί δηλαδή που ο χωρισμένος  πρωταγωνιστής μας, δηλαδή εσύ, ξεχνάει ότι υπάρχει ο έξω κόσμος και γίνεται κολλητός με το μαξιλάρι και τον υπολογιστή του. Βλέπεις ό,τι σειρά υπάρχει διαθέσιμη στο ίντερνετ, τελειώνεις τις σεζόν πιο γρήγορα κι από φιστίκια σε μπαρ και καταριέσαι όποιο ερωτευμένο ζευγαράκι τύχει να συναντήσεις στο διαδικτυακό σου κόσμο. Όλα αυτά σε συνδυασμό με ένα ατελείωτο refresh που κάνει το δάχτυλό σου σε ό,τι υπάρχει σε μέσο επικοινωνίας, μπας κι έστειλε κάτι. Και φυσικά το πιο κοντινό σε μήνυμα που έχεις δεχτεί, είναι εκείνες οι τρεις τελείες που χοροπηδούν στο ανοιχτό του παράθυρο συνομιλίας που έχεις αφήσει επίτηδες, μέχρι να ξαναχαθούν χωρίς να υπάρξει το ανάλογο μήνυμα κι εσύ να συγχυστείς περισσότερο.

Σκηνή τέταρτη: Η εποχή της σοκολάτας.

Κι όχι μόνο. Είναι η φάση που έχεις γίνει κολλητός με τον ντελιβερά σου, τόσο που παίρνεις να κάνεις παραγγελία και σου λέει η τηλεφωνήτρια τη διεύθυνση πριν προλάβεις να την ολοκληρώσεις. Τρως κυριολεκτικά ό, τι υπάρχει, μέχρι να αδειάσει το ψυγείο κι η τσέπη σου, η φόρμα σου (φυσικά και φοράς φόρμα), έχει λίγη μουστάρδα, σοκολάτα και σάλτσα ντομάτας μαζί, κι εσύ κάθεσαι ευτυχισμένος και χοντρούλης ανάμεσα σε άδεια πακέτα από ντελίβερι. Ποιος χρειάζεται σχέση όταν υπάρχει η κρέπα;

Σκηνή πέμπτη: Η επόμενη μέρα.

Αφού λοιπόν ξεφτιλιστείς, παχύνεις, κλάψεις και ρεζιλευτείς κατά το δοκούν, είσαι έτοιμος να βγεις στον έξω κόσμο όπου θα κάνεις τις μεγαλύτερες βλακείες. Θα πιεις πολύ, θα στείλεις μεθυσμένα μηνύματα με τους φίλους σου να σου τραβούν το κινητό απ’ το χέρι, θα φασωθείς με άτομα που δενσου αρέσουν ή δε θα θυμάσαι την επόμενη μέρα, θα κάνεις λάθη πολλά, μέχρι την ημέρα που θα ξυπνήσεις και θα είναι όλα αλλιώς. Δε θα πονάει τόσο, δε θα είναι όλα θολά κι εσύ θα ξέρεις ότι υπάρχει ζωή και μετά από εκείνον. Θα ρίξεις λοιπόν τους  τίτλους τέλους σου και θα προχωρήσεις.

Καλές οι ταινίες, αλλά σαν την πραγματική ζωή δεν έχει.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη