Γράφει η Αλίκη.

 

Και ξαφνικά έρχεται εκείνη η μέρα που ο άνθρωπός σου, αυτός που για εκείνον γινόσουν χαλί να σε πατήσει και το χαιρόσουν, αποφασίζει χωρίς τη δική σου συγκατάθεση να φύγει μια για πάντα απ’ τη ζωή σου με τη μοναδική δικαιολογία «όσα νιώθω για σένα μου τελείωσαν ξαφνικά ένα πρωί».

Κι εσύ μένεις εκεί βλέποντας μπροστά σου να διαδραματίζεται το γνωστό σενάριο των περισσότερων ταινιών, εκείνον να μαζεύει πράγματα και να φεύγει κι εσύ να μένεις εκεί, χωρίς να μπορείς να κάνεις το παραμικρό για να τον κρατήσεις κι ακούγοντάς τόσο καθαρά το μπαμ απ’ τη διάλυση μέσα σου, πνίγοντάς σε -ενώ το μόνο που θες είναι να φύγεις μακριά από όλους κι όλα!

Μα δεν το κάνεις, δεν μπορείς να το κάνεις. Και τότε αναρωτιέσαι με τόση απελπισία «και τώρα τι κάνω;», μα την απάντηση την ξέρεις. Μόνο υπομονή μπορείς να κάνεις, ελπίζοντας ο καιρός να απαλύνει τα τραύματα που τόσο εύθραυστα σου φαίνονται τώρα.

Ελπίζεις να ξαναβρείς τον εαυτό σου που τόσο καιρό είχες χαμένο επειδή όλη σου ή προσοχή πήγαινε σε εκείνον τον άνθρωπο που με όλο σου το είναι αγαπούσες.  Πόσο άσχημο αυτό, ε; Να χάνεις εσένα για να κερδίσεις κάποιον άλλον και στο τέλος αυτός ο άλλος σε παρατάει κι εσύ να καλείσαι να αντιμετωπίσεις χιλιάδες συναισθήματα που δεν μπορείς να ελέγξεις.

Τότε λυπάσαι. Όχι για εκείνον που έφυγε, αλλά περισσότερο για σένα που στάθηκες τεράστιο κορόιδο κι άφησες τον εαυτό σου να πιστέψει τα ψέματα του ανθρώπου που νόμιζες πως ότι άξιζε, ότι σου άξιζε. Πώς να αντέξεις μετά αυτή την πικρή γεύση στην ψυχή, που σου άφησε η εγκατάλειψη ενός ανθρώπους που θεωρούσες δικό σου;

Ειλικρινά, δεν μπορείς. Ή τουλάχιστον νομίζεις ότι δεν μπορείς, μέχρι να το χωνέψεις για τα καλά, να συμβιβαστείς με την ιδέα και να προσπαθήσεις με όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, που σε δηλητηριάζουν, να προχωρήσεις παρακάτω. Κι αυτό το παρακάτω, πόσο σε τρομάζει, αλήθεια; Το νιώθεις σαν έναν μπαμπούλα που με το πρώτο σου λάθος θα σου ορμήξει κι εσύ θα βρεθείς πάλι μέσα στο σκοτάδι που τόσο σε τρομάζει.

Πανικοβάλλεσαι με τη σκέψη αυτή κι αφήνεις τον εαυτό σου εκεί στάσιμο, σε καταστάσεις που τόσο τον πονάνε. Κάνεις υπομονή, δικαιολογείς την απουσία και την αδιαφορία με λόγους που σε βολεύουν και προσμένεις την επιστροφή του ανθρώπου που σε κατέστρεψε, απλά και μόνο γιατί με έτσι έχεις μάθει ή καλύτερα έχεις συνηθίσει να ζεις.

Γιατί σε τρομάζει τόσο το καινούριο, αλλά πιο πολύ ο εαυτός σου έτσι χαμένος που είναι μέσα στα σκοτάδια σου κι εσύ εκεί αδρανής παραμένεις και τον αφήνεις ανήμπορο να προσπαθεί, χωρίς τη συγκατάθεσή σου, να βρει ξανά το φως του. Κι ύστερα αναρωτιέσαι «ποιος φταίει για όλα αυτά;».

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη