Γράφει η Κωνσταντίνα.

 

Κάθεσαι στο έδρανο απέναντί μου και χιλιάδες εικόνες φιγουράρουν στο μυαλό μου. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ που σε γνώρισα, μια απλή συνάντηση που εξελίχθηκε σε σχέση κι έπειτα σε γάμο.

Θυμάμαι, πως ήμουν ατίθαση, η προσωποποίηση της «bitch». Μια γυναίκα ελεύθερης, δυναμική που δεν πίστευε σε σχέσεις και δεσμά. Από εκείνο το βράδυ, απ’ τη στιγμή που με γνώρισες, σου γεννήθηκε η επιθυμία να με καθηλώσεις, να με κάνεις δική σου. Θυμάσαι το θράσος μου, που τσακώθηκα με τον καλύτερό σου φίλο; Εκείνον, που έγινε κουμπάρος μας και πνευματικός πατέρας του παιδιού μας.

Έφυγα με νεύρα κι απομακρύνθηκα, γιατί είχα τερματίσει μια κατάσταση που με απειλούσε με τα δεσμά μιας σχέσης. Έφυγα ανακουφισμένη, ότι έτσι δημιούργησα την αγαπημένη μου εικόνα στο δικό σου μυαλό. Πως εγώ δεν είμαι κορίτσι για σπίτι. Γλωσσού, αντιδραστική κι ευέξαπτη, αλλά προπαντός αδίστακτη. Είχα μάθει να είμαι μόνη μου για χρόνια. Κανείς δε μου είχε καταρρίψει τις αρχές μου. Επιθυμία μου, να είμαι καλά και να ζω τι στιγμή όσο πιο έντονα γινόταν.

Τα βήματα, όμως, που με ακολούθησαν, ήταν κι αυτά που θα με ακολουθούσαν στη συνέχεια. Εκεί μου μίλησες ντόμπρα. Ίσως και τα μοναδικά αληθινά λόγια που άκουσα από σένα. Αρκετά για να με βάλουν σε σκέψεις και να δώσω την ευκαιρία. Να κατεβάσω τον πήχη μου και να συμπεριφερθώ ανθρώπινα, να δώσω σημασία. Να ενδιαφερθώ για σένα που μου έδινες τη δέουσα αξία.

Αυτό ήταν! Εκείνο το βράδυ ήταν η αρχή σε αυτή τη σχέση. Έτσι έμαθες το δικό μου κουμπί. Να με ηρεμείς και να με καλμάρεις. Ήξερες πως πάντα έφευγα από οτιδήποτε προκαλούσε πόνο. Ήμουν φυγόπονη, γιατί είχα βιώσει αρκετά τον πόνο για να μην τον προκαλώ πλέον στη ζωή μου. Δεν ήταν επιθυμητός και δεν είχα άλλη διάθεση να κοιμάμαι αγκαλιά με τα χαρτομάντιλα.

Εσύ ήσουν αυτός που για μια στιγμή στη ζωή μου πίστεψα πως ήρθε η ώρα να με αφήσω. Να χαλαρώσω και να ρίξω άγκυρα. Έμεινα εδώ, στη δική σου αγκαλιά και γίναμε τρεις. Με αυτή την αθώα ψυχή που επισφράγισε το δεσμό μας. Ήταν ευτυχία αυτό, με πολλή δόση ψέματος.

Έπρεπε να ξυπνήσω για να δω πως εσύ ποτέ δεν μπήκες σε αυτή την κατάσταση. Ήταν το δικό σου πείσμα να με κατακτήσεις, για να καταλάβω ότι απλά εξημέρωσες ένα άγριο πλάσμα. Ένα πλάσμα που είχε πληγωθεί από προηγούμενες καταστάσεις. Δεν εξέτασες τα σημάδια που υπήρχαν μέσα μου, απλά είχες την επιθυμία και την επιμονή να με κάνεις κτήμα σου και μετά να με αφήσεις να δω πως ήταν ένα δικό σου παιχνίδι.

Σε βλέπω πλέον να μιλάς στο δικαστήριο και να αραδιάζεις χιλιάδες κατηγορίες για το άτομό μου. Απορώ, υπήρξε αγάπη; Υπήρξε σχέση, συμβίωση, κάτι;  Εκείνα τα βράδια που ήμασταν οι δύο μας και μετά οι τρεις μας, έπαιζες θέατρο; Ένα φιάσκο όλα! Συνεχίζεις να μιλάς και τα λόγια σου μου ματώνουν την καρδιά.

Η πληγή είναι ήδη ανοιχτή, πόσο ακόμα θες να την κάνεις να πονάει; Για πόσο ακόμα θα στέκεσαι εκεί και θα μονολογείς; Δίνεις και τη χαριστική βολή. Ξέχασες και συμπληρώνεις. Δείχνει επιείκεια ο πρόεδρος και σου επιτρέπει να συμπληρώσεις και τα υπόλοιπα που δεν πρόλαβες να καταθέσεις.

Σε νιώθω απόλυτα, πως ο χρόνος που σου δόθηκε είναι λίγος. Δεν μπορείς να περιγράψεις όλα αυτά που έζησες σε είκοσι λεπτά. Χρειάζεσαι κι άλλο χρόνο, αλλά πρέπει να μιλήσει κι ο επόμενος μάρτυρας. Να συνεχίσει κι ο επόμενος αυτό που μόλις έχεις ήδη ξεκινήσει. Μια εικόνα με χιλιάδες συναισθήματα, γεμάτα θλίψη.

Είσαι εσύ, ο πατέρα του παιδιού μου. Ο ίδιος άνθρωπος, που μου κράταγε το χέρι στο μαιευτήριο, όταν με αγωνία περιμέναμε να δούμε το φύλο του παιδιού. Θυμάσαι; Φοβόμουν τον τοκετό κι είχαμε συμφωνήσει ότι δε θα μάθουμε το φύλο από πριν. Ήθελα να έχω απασχολημένο το μυαλό μου και να μη σκέφτομαι τη διαδικασία. Ήσουν εκεί, μαζί ακούσαμε το κλάμα του. Μαζί βιώσαμε αυτή τη στιγμή. Εγώ κι εσύ!

Δεν έχω δύναμη, να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Δε θέλω ούτε ο δικηγόρος μου να πάρει θέση να μιλήσει. Δε θέλω τίποτα. Να φύγω θέλω. Να απομακρυνθώ και να ψάξω να βρω τη μαγική γόμα που θα με βοηθήσει να σβήσω αυτά που έζησα μαζί σου.

Να είμαι καλά θέλω, να σε αφήσω πίσω στη ζωή που επέλεξες. Να σε αφήσω να κάνεις τα δικά σου παιχνίδια. Δεν έχεις μεγαλώσει, ζεις ένα ατελείωτο παιχνίδι που δεν έχει τέλος. Θυμήσου, όμως, πως αυτή τη φορά τα πιόνια είναι ψυχές.

Εξακολουθείς να συνεχίζεις το παίξιμό σου, μόνο που παίζεις και με τη ψυχή του γιου σου. Εκείνος μια μέρα θα μας δικάσει και τους δυο. Τότε, όμως, εύχομαι να μην είναι αργά. Εύχομαι να έχεις πάψει να θυμάσαι.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη