Η καθημερινότητα τρέχει και μαζί της τρέχουν παράλληλα τα γεγονότα κι οι ζωές μας. Το παρόν που μας έλαχε, κάθε άλλο παρά εύκολο το λες· όπου και να γυρίσεις να κοιτάξεις βλέπεις μαυρίλα, σκοτεινιά κι αιχμηρότητα. «Παιδική κακοποίηση», «βιασμός ανηλίκου από αστυνομικούς», «μια ακόμα γυναικοκτονία σημειώθηκε», «ο πόλεμος συνεχίζεται», «βιαιότητα», «φτώχεια κι ακρίβεια». Φοράς ακουστικά μήπως και καταφέρεις να την παλέψεις κι αφού καταπολεμήσεις τις γεμάτες ματαιότητα σκέψεις που σε κατακλύζουν για το αν υπάρχει κάποιο νόημα έτσι όπως έχουμε φτιάξει τον κόσμο, σέρνεσαι τελικά για άλλη μια μέρα στη δουλειά.

Μετά από τέτοια δόση σκληρότητας, είναι δύσκολο να καταφέρεις να βρεις νόημα, όταν πια νιώθεις πως κι ο τελευταίος μικρός κόκκος ανθρωπιάς κι ελπίδας έχουν χαθεί. Μπαίνεις στον ηλεκτρικό, βρίσκεις μια θέση στη γωνία, κοιτάς γύρω κι εύκολα μπορείς να καταλάβεις πως κι άλλοι δίπλα σου έχουν το ίδιο μουντ με μέσα. Δε χρειάζεται να μιλήσετε, η γκρίζα σκέψη μπορεί και διαφανίζει.

Παρατηρείς τους γύρω σου και το μάτι σου πέφτει πάνω σε ένα παιδί που κοντοστέκεται κι οριακά κοιμάται όρθιο στην άκρη του βαγονιού- η κούρασή του είναι εμφανέστατη. Πιο πέρα μια κυρία φανερά χαμένη τολμά και τον σκουντά -σκέφτεσαι ότι θα γίνει φασαρία ή θα την αποπάρει γιατί του χάλασε την ησυχία. «Συγγνώμη, εδώ κατεβαίνω για το Μοναστηράκι;» Αυτός ανοίγει τα μάτια, βγάζει το ένα ακουστικό και προς μεγάλη έκπληξη, της χαμόγελα με το πιο πλατύ χαμόγελο. «Με συγχωρείτε αλλά δε σας άκουσα, ξανά πείτε μου.» Η κυρία επαναλαμβάνει την ερώτηση και το παιδί της απαντά πως θα κατέβει σε δυο στάσεις. Μόλις ανοίγουν οι πόρτες κι είναι ώρα της να κατέβει, το παιδί πιάνει τα πράγματά της και τα κουβαλάει έξω από το βαγόνι οικειοθελώς, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία.

 

 

Αυτή λοιπόν ήταν μια στιγμή κατάλληλη να σε κάνει να πιστέψεις και πάλι στην ανθρωπότητα, ικανή να ζωγραφίσει τη μαυρίλα και να σου δώσει ελπίδα. Και θα μου πεις, μπορεί ένα τόσο μικρό σκηνικό να σε κάνει να ξανά πιστέψεις στους ανθρώπους με τα τέρατα που συμβαίνουν εκεί έξω; Όμως, η πίστη στην ευγενική καλοσύνη των ξένων, στις καλές προθέσεις και την όμορφη αύρα, κρύβεται σε μικρά πράγματα. Μπορείς να τα αντλήσεις μονάχα άμα εξασκηθείς ώστε να τα εντοπίζεις. Κατά κάποιο τρόπο εμφανίζονται μόνο σε όσους θέλουν να τα δουν. Αν παρατηρήσεις, θα δεις ότι είναι καθημερινά γύρω μας: στον κύριο που έδωσε τη θέση του στην έγκυο, στο κομπλιμέντο που έκανε μια κοπέλα σε μια άλλη, στη θέση που σου παραχώρησαν στο ταμείο του σούπερ μάρκετ, στο αντικείμενο που ένας περαστικός σήκωσε, όταν είδε ότι σου έπεσε, στον γείτονα που σε περίμενε στο ασανσέρ και σε παρά πολλά αλλά παρόμοια περιστατικά που μπορούν να συμβούν γύρω μας. Οι μικρές πράξεις καλοσύνης που κάνουν τη ζωή λιγάκι πιο ενδιαφέρουσα.

Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, νιώθω ότι η ελπίδα μοιάζει πολύ με τους ήρωες στις ιστορίες που διαβάζαμε μικροί: στην αρχή φαντάζει αδύνατο να κερδίσει στη μάχη τον κακό της υπόθεσης, όμως στην πορεία, όταν ο ήρωας αρχίσει να πιστεύει στις πράξεις του και στον εαυτό του, τότε επηρεάζονται κι οι υπόλοιποι και όλοι μαζί κερδίζουν αυτή την κλασική μάχη καλού-κακού. Βλέπεις, η καλοσύνη είναι από τα λίγα πράγματα στη ζωή που πρέπει να μάθεις να κλέβεις γιατί είναι σαν την ηλιαχτίδα μετά τη βροχή. Όσο πιο πολλές εμφανίζονται, τόσο πιο λαμπερά γίνονται όλα. Κλέψε στιγμές, κινήσεις, κουβέντες- εκεί καλλιεργείται η ελπίδα και πολλαπλασιάζεται η ανθρωπιά ευνοώντας όχι μόνο αυτόν που την έχει, αλλά και κάθε τι γύρω από την ακτίνα του.

Ίσως όλα αυτά ακούγονται σαν μια ουτοπία και σίγουρα δεν είναι πάντα η στιγμή για να τα βλέπουμε όλα ρόδινα, αλλά είναι στο χέρι μας αν θα σκύψουμε στ’ ακουστικά μας ή αν θα σηκώσουμε το βλέμμα μας στη διαδρομή στο μετρό, βλέποντας μικρές διάσπαρτες εικόνες καλοσύνης. Αντικειμενικά, το σκοτάδι είτε το δαμάζεις είτε σε καταπίνει. Απλώς στην πρώτη περίπτωση, φωτίζεις και τον δίπλα, ενώ στη δεύτερη χάνεσαι μόνος.

 

Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Αναστασία Διαμαντοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου