Ένα βράδυ ακόμα. Ένα ξημέρωμα μαζί σου. Μου χρωστάς και σου χρωστάω. Το θέλεις και το θέλω. Το ξέρεις και το ξέρω. Το νιώθεις και το νιώθω. Το λέω μα σωπαίνεις. Δε μιλάς για να μην εκθέσεις τίποτα παραπάνω απ΄όσα ενδόμυχα σου συμβαίνουν μαζί μου. Αφήνεις να τα πω όλα εγώ. Και τα λέω. Ήξερες πως δεν κωλώνω. Ήξερες πως δε θα σταματούσα ποτέ να νιώθω.

Δε με ένοιαζε να προσπαθήσω να αποδείξω τίποτα. Σε θέλω όσο δε σε ήθελα τότε. Τώρα σε θέλω παραπάνω. Πολύ παραπάνω. Τώρα ξέρω να σε χορτάσω. Ξέρω να αφεθώ στα χέρια σου. Περιμένω να ηρεμήσω στην αγκαλιά σου. Δεν τη βρήκα αυτή την αγκαλιά πουθενά. Καταλαβαίνεις; Ή εσύ ή κανείς.

Ναι, είμαι απόλυτη. Γιατί μαζί σου έμαθα να ξέρω τι θέλω. Με έκανες να απαιτώ τα δικαιώματά μου, να μη φοβάμαι να εκτεθώ και να μη νοιάζομαι για την επιφανειακή και πρόχειρη γνώμη των περαστικών. Να μη δίνω σημασία στο πετραδάκι, αλλά να σηκώνω την πέτρα και να τη στύβω κοιτώντας κατάματα τον ήλιο, στεγνώνοντας τα μάτια μου στις λαμπερές του ακτίνες, γιατί δεν έπρεπε μπροστά σου τα μάτια μου να κλαίνε. Με μάλωνες αν έβλεπες πως στεναχωριόμουν για κάτι. Σταμάταγες το δάκρυ μου κι ας μου το προκαλούσες. Για άλλους δε θέλησες να κλάψω κι ας έκλαψα για σένα. Δε σου αρέσει, μάτια μου, να το ακούς αυτό, μα πες μου πώς αλλιώς θα σε έβγαζα από μέσα μου;

Σε έβγαλα πολλές φορές, σε ξέβγαλα άλλες τόσες. Τόσες και τόσες στιγμές που πέρασα δίπλα σου, που στάθηκα πίσω σου, που κούρνιασα στην αγκαλιά σου, που ακούμπησα να ακούσω τους χτύπους της καρδιάς σου. Κι αν κάτι μετάνιωσα όλο αυτόν τον χρόνο μακριά σου, είναι που εκείνη τη φορά, την τελευταία που σε είδα, δε σ’ αγκάλιασα. Γύρισα κι έφυγα, μ’ ακούμπησες, μα δε σε κοίταξα, δεν είδα που έφυγες -αν έφυγες ή αν περίμενες να απομακρυνθώ πρώτη.

Πες μου πως σου έλειψε να σε κοιτάζω, να χαζεύεις το νάζι που λες πως μου ταιριάζει και να σου τραγουδώ ό,τι μου κατεβαίνει, απλώς γιατί ανέχεσαι κάθε φάλτσο που κάνω. Σου έλειψε να χορεύουμε ξυπόλητοι και να πέφτουμε στην άμμο, να περπατάμε παρέα και να σου δείχνω το φεγγάρι, να το κοιτάς μία και καλή με επανάληψη καμία. Η μόνη επαναληπτικότητά σου ήταν να γεμίζεις τις σιωπές με πολυλογία. Πόσες κουβέντες, πόση όρεξη για χαβαλέ και συζητήσεις; Πόσες φορές μας πήρε η ώρα να μιλάμε για όλα και για τα πάντα;

Δεν είμαι ρομαντική. Μη με λες έτσι. Θα μαλώσουμε ξανά, θα θυμώσω και θα μουτρώσω πάλι. Θα με σκουντήξεις, θα γελάσω και θα μου περάσει κι αυτό. Όπως περνάνε όλα μαζί σου. Όπως μου περνάνε όλα, όλα εκτός από εσένα. Που ούτε μου περνάς, ούτε περνάς. Δεν περνάς απ΄το μυαλό μου, δεν περνάς από μπροστά μου. Δε σε ξεπερνώ και δε θέλω. Θέλω μόνο τη φασαρία σου. Μου έλειψαν η βαβούρα και οι ανάκατές σου σκέψεις. Που όλο τις χάζευα κι ούτε προσπάθησα να τις τακτοποιήσω. Γιατί να το κάνω άλλωστε; Σε ήθελα αυθεντικό. Να σε χαζεύω και να λιώνει κάθε κρύο μου σημείο. Μόνο μαζί σου το ένιωσα αυτό. Ήσουν η αφορμή να τα παρατήσω όλα. Τ΄άφησα και γλίτωσα απ΄την απελπισία.

Μου έδινες κίνητρο, σηκωνόμουν κι έβγαινα έξω. Κι ας φυσούσε κι ας χιόνιζε. Πόσα βράδια κυκλοφόρησα στους δρόμους της Αθήνας χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, αλλά δε φοβήθηκα γιατί ερχόμουν να συναντήσω εσένα. Πόσες φορές ακόμα κι αν το σώμα μου ήταν κουρασμένο, το μυαλό μου είχε άλλους κανόνες και δεν υπάκουσε ποτέ την απραξία. Κι ας έχανα ύπνο, κέρδιζα λίγες ώρες παραπάνω μαζί σου. Αυτό έλεγα κι έτσι συνέχιζα να έρχομαι όπου κι αν ήσουν.  

Αν είσαι εσύ εκεί, θα έρχομαι. Ειδικά σε σένα θα τα λέω όλα. Ειδικά για σένα θα κάνω τα περισσότερα. Δε λέω πως θα κάνω τα «πάντα» γιατί πάντα θα κρατάω ένα κομμάτι για μένα. Αυτό το κομμάτι, το ρεαλιστικό, που δεν κοιμάται για να βλέπει όνειρα, αλλά ξαποσταίνει γιατί πραγματικά κουράστηκε με την αφοσίωσή σου. Δεν έχω το κουράγιο να νιώσω απ΄την αρχή όλο αυτό που ένιωσα πλάι σου με κάποιον άλλον. Δεν έχω τη διάθεση, γιατί ήταν τόσο δυνατό όλο αυτό για να υπάρξει αντίγραφό του· το νιώθω και το ξέρεις.

Χαμογελάς και γελάω που χαίρεσαι. Στεναχωριέσαι και λυπάμαι που θυμώνεις. Όσο παράδοξο κι αν είναι, μου έλειψες. Αλλά μου έλειψα κι εγώ, επίσης. Και πάνω που αρχίζω να με ξαναβρίσκω, ξαναέρχεσαι. Πάνω που άρχισα να σε συνηθίζω μακριά μου, εμφανίζεσαι κοντά μου. Λες να μπορώ να κρατηθώ; Λες να σε αρνηθώ; Φυσικά και θα υποκύψω. Εννοείται θα τρέξω ευθύς αμέσως να βουλιάξω στο στέρνο σου. Ανυπομονώ την αγκαλιά σου.

Βυθισμένη στην πλάνη που επέλεξα να παραδοθώ, αποκομμένη από όρκους και υποσχέσεις πως τάχα θα σε απωθήσω, εξαρτημένη στο ακαταλόγιστο, δοσμένη στο ανεξήγητο, εμείς οι δυο μπερδευτήκαμε. Δεν σ’ αφήνω· να πας πού; Μη με αφήνεις· να τρέξω πόσο; Μείνε να μείνω κι ας είναι όσο λάθος θέλει. Ας καώ στη φλόγα σου και μη τυχόν και με σβήσεις. 

Μην πιστεύεις πως με τον καιρό σε ξέχασα. Κανένας άλλος σαν κι εσένα, κατάλαβες; Πώς να σε κάνω να καταλάβεις; Να λιώσω ως το ξημέρωμα θέλω πάνω σου κι ας είναι αυτή η απόδειξη πως άξιζε μαζί σου να ρισκάρω τα λογικά μου στην καψούρα σου.

Συντάκτης: Μάιρα Τσιρίγκα