Γνώρισα τον Κώστα και την Νάντια στον γάμο τους.
Ως καλεσμένη φίλου, μη γνωρίζοντας τίποτα, μου έκαναν εντύπωση τα πολλά άδεια τραπέζια στο γλέντι, καθώς και ότι οι καλεσμένοι ήταν κυρίως νεαρά άτομα.
Που ήταν μπαμπάδες και μαμάδες, συγκινημένοι παπούδες και σημαιοστολισμένες θείες;
Το συγγενολόι με λίγα λόγια; Τελικά έμαθα.
Η ιστορία παλιά αλλά πάντα επίκαιρη.
Ο Κώστας, γιος μεγαλοδικηγόρου, κάτοικος Εκάλης, σπούδασε στην Αγγλία κι επέστρεψε ν’ ασκήσει το επάγγελμα του μπαμπά.
Να συνέχισει την ένδοξη ιστορία της οικογένειας.
Μιας οικογένειας που χρόνια ανήκε στην αφρόκρεμα.
Ο Κώστας αποτελούσε, όπως ήταν αναμενόμενο, περιζήτητο γαμπρό για τις νύφες ανάλογων οικογενειών.
Η Νάντια από την άλλη, ήταν η κόρη του Γιώργου και της Μαρίας.
Απλά και δίχως κανέναν τίτλο.
Ιδιοκτήτες του μεροκάματου σ’ένα συνοικιακό mini market, δεν προόριζαν τη Νάντια για καμία θέση.
Εκείνη σπούδασε βιβλιοθηκονόμος, καθώς λάτρευε το διάβασμα.
Εργαζόταν στο μαγαζί των γονιών της, βάζοντας χρήματα στην άκρη για ν’ανοίξει μια μέρα το δικό της βιβλιοπωλείο.
Αυτό ήταν το δικό της όνειρο.
Ο Κώστας συνάντησε τη Νάντια τη μέρα που μπήκε στο μαγαζί για ν’αγορασει νερό. Όταν εκείνος της έδωσε 100€ για κάτι που κοστίζε μόλις 0.50€, εκείνη απλά ξεκαρδίστηκε.
Και του κέρασε το νερό.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Κώστας ερωτεύτηκε για πρώτη φορά.
Ερωτεύτηκε το χαμόγελο πάνω στο αμακιγιάριστο κορίτσι με το jean και το T-shirt.
Ήταν μες την απλότητα της, πολύ πιο όμορφη απ’όλες τις φτιαχτές, απο την κορφή ως τα νύχια, καλλονές που συναναστρέφονταν ως τότε.
Την ευχαρίστησε ταραγμένος κι έφυγε.
Δύο μέρες μετά κλείνοντας το μαγαζί τον βρήκε να την περιμένει απ’έξω.
Δέχτηκε τη βόλτα που της πρότεινε, καθώς όλο αυτό το διάστημα έπιανε τον εαυτό της να χαζογελά στην σκέψη του πελάτη με το νερό.
Περπάτησαν στην Πλάκα, συζητώντας για τις ζωές και τα όνειρα τους, ώσπου το ξημέρωμα σφράγισαν το νιόκοπο έρωτα τους μ’ενα φιλί.
Αυτός ο έρωτας έμελλε ν’αλλάξει τις ζωές τους.
Αμέλειες και καθυστερήσεις στις υποχρεώσεις τους.
Βόλτες, βραδινές έξοδοι κι εκδρομές στην τιμητική τους.
Οι γονείς δεν άργησαν να καταλάβουν τι συμβαίνει.
Ο έρωτας δεν κρύβεται ποτέ και καλά κάνει.
Μόνο που στη δική τους περίπτωση ο έρωτας ξεσήκωσε θύελλες.
Όσο σύγχρονη κι αν ήταν η εποχή που ζούσαν, ο κύκλος του Κώστα δε συγχωρούσε, ούτε δεχόταν παρείσακτους.
Αυτή το ήξερε. Κι από αγάπη τον χώρισε.
Αν και πίστευε πως εκείνος θ’αρνιόταν το χωρισμό.
Περίμενε ένα «όχι» του στο κοινωνικό πρέπει κι ένα «ναι» στα χαμόγελα που μοιράζονταν στις πιο δικές τους στιγμές.
Δεν το άκουσε.
Δειλία; Φόβος; Βόλεμα;
Πάντως δεν το άκουσε.
Χώρισαν το ίδιο βράδυ και συνέχισαν τις ζωές τους όπως πριν.
Εκείνος στο κερδισμένο του γραφείο το πρωί και το βράδυ με μακιγιαρισμένες γυναίκες που καμία δεν είχε το χαμόγελο της.
Εκείνη διπλοβάρδιες για να μαζέψει χρήματα ώστε να βγει τουλάχιστον το όνειρο του βιβλιοπωλείου αληθινό.
Αδύνατο να ξεχάσει κι ας προσπάθησε.
Εικόνες, αρώματα, μουσικές, ήταν εχθροί της.
Έξι μήνες αργότερα, τον βρήκε να την περιμένει στο κλείσιμο του μαγαζιού.
Με ένα δαχτυλίδι στο χέρι, καρδιά γεμάτη και τσέπες άδεις.
Κανείς δικός του δεν ήρθε στο γάμο.
Μοναχά όσοι φίλοι υποστήριξαν το δικαίωμα της αγάπης, δίχως περγαμηνές, τίτλους και δήθεν κοσμικότητες.
Το μυστήριο άλλωστε δε γράφτηκε σε καμία κοσμική στήλη, μα δε νοιάστηκε και κανείς γι’αυτό.
Σα βγαλμένη από ρομαντικό βιβλίο τσέπης η ιστορία τους.
Με την αγάπη να πηγαίνει κόντρα και να βγαίνει νικήτρια.
Για να θυμίζει σε όλους πως η αγάπη από μόνη της είναι το παν.
Tο όλον.
Tο αντίθετο του φόβου.
Βγες και ακολούθησε εκείνο που η καρδιά προστάζει.
Εκείνο που την κάνει να χτυπά ένα τικ παραπάνω.
Άσε τα σίγουρα και πάνε εκεί που τρέμουν τα πόδια σου.
Όπου η καρδιά, εκεί είναι κι ο θησαυρός σου.
Πόσο τυχερός είσαι που βρήκες αυτό που άλλοι ψάχνουν μια ζωή;
Μην κάνεις το λάθος να διστάσεις.
Κάνε την ανατροπή και ζήσε το παραμύθι σου.