Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) τύπου 1 (ΣΔΙ) αποτελεί έναν από τους δύο κύριους τύπους Σακχαρώδη Διαβήτη, με ποσοστό εμφάνισης 5-10%. Αν και κάποτε θεωρούνταν πως η νόσος οφείλεται αποκλειστικά στην αυτοάνοση καταστροφή των β-κυττάρων, σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό πως η νόσος οφείλεται σε πολύπλοκη αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων, όπως γενετική προδιάθεση, περιβάλλον, μικροβίωμα. Θεωρείται πως η νόσος ξεκινά βάσει γενετικής προδιάθεσης και σε συνδυασμό με μετέπειτα έκθεση σε βλαπτικό περιβάλλον οδηγεί σε σταδιακή απώλεια των β-κυττάρων, δυσγλυκαιμία και τελικά καταστροφή τους. Συνεπώς, η πρόληψη θεωρείται σχεδόν απίθανη, ενώ η εμφάνιση της νόσου γίνεται σε νεαρή ηλικία και μέχρι σήμερα οριστική θεραπεία δεν υπάρχει.

Η άσκηση -από άποψη φυσιολογίας- διακρίνεται σε αερόβια και αναερόβια. Η διάκριση βασίζεται σε διάφορες παραμέτρους, όπως η ένταση και η διάρκειάς της. Ως αερόβια άσκηση χαρακτηρίζονται τα έργα μακράς διάρκεια (αντοχής) που αποτελούνται από συνεχή και συγχρονισμένη κίνηση συγκεκριμένων μεγάλων μυϊκών ομάδων για τουλάχιστον 10 λεπτά. Ορισμένα παραδείγματα είναι το περπάτημα, το ήπιο τρέξιμο, η ποδηλασία και γενικότερα οποιοδήποτε άθλημα αντοχής. Αναερόβια άσκηση από την άλλη θεωρείται το σύντομο σε διάρκεια, αλλά μεγάλο σε ένταση έργο. Η προπόνηση αντιστάσεων (βάρη), καθώς και το τρέξιμο 100 μέτρων, συγκαταλέγονται σε αυτό το είδος άσκησης.

Κατά τη διάρκεια της άσκησης, η λειτουργία του ανθρώπινου σώματος διαφοροποιείται σε σχέση με τη φυσιολογική του κατάσταση, με στόχο την επιτυχή απόκριση στις αυξανόμενες ενεργειακές απαιτήσεις. Τα κύρια ενεργειακά υποστρώματα κατά τη διάρκεια της άσκησης παρέχονται από τους μύες (γλυκογόνο και ενδομυϊκά τριγλυκερίδια), το ήπαρ (γλυκογόνο) και από τον λιπώδη ιστό (λιπαρά οξέα). Η ποσοτική χρησιμοποίηση κάθε υποστρώματος βασίζεται στην ένταση, τη διάρκεια της άσκησης και στη διατροφικές συνήθειες του αθλητή. Κατά την έναρξη οποιασδήποτε δραστηριότητας, η απαιτούμενη ενέργεια παρέχεται από την τριφωσφορική αδενοσίνη (ATP) και τη φωσφοκρεατίνη που βρίσκονται και ανασυντίθεται εντός των μυϊκών κυττάρων. Το συγκεκριμένο ενεργειακό σύστημα υποστηρίζει κυρίως ασκήσεις μέγιστης έντασης, αλλά χαμηλής διάρκειας (2-30 δευτερόλεπτα). Το ATP ανασυντίθεται από τη φωσφοκρεατίνη σε μικρότερο βαθμό από τους υδατάνθρακες και τα λίπη, ωστόσο τα αποθέματα φωσφοκρεατίνης είναι συνήθως περιορισμένα.

Οι διατροφικές συστάσεις για τους αθλητές με ΣΔΙ δε διαφέρουν από αυτές για τους μη-διαβητικούς. Η βασική οδηγία που παρέχεται στη βιβλιογραφία αφορά κυρίως τη στρατηγική διατροφική διαχείριση των υδατανθράκων, πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά το πέρας της άσκησης. Η ποσότητα υδατανθράκων ανά γεύμα, η ώρα πρόσληψης, καθώς και η ώρα προπόνησης, πρέπει να είναι προκαθορισμένες για να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερος ο υπολογισμός των δοσολογιών του σχήματος ινσουλίνης. Απώτερος σκοπός αυτής της πρακτικής είναι η αποφυγή υπογλυκαιμικών και υπεργλυκαιμικών επεισοδίων.

Ο αθλητής συνίσταται σε γενικό πλαίσιο να τηρεί ένα σταθερό πλάνο προπόνησης, διατροφής και ύπνου για να βελτιστοποιήσει την απόδοση και την αποκατάστασή του. Η συνέπεια, η οργάνωση, και η εξατομίκευση της διαχείρισης του διαβητικού αθλητή είναι υψίστης σημασίας. καθώς μονάχα έτσι μπορούν αυτοί οι αθλητές να αποκτήσουν πλήρες μεταβολικό έλεγχο. Οι κυριότεροι στόχοι της διατροφικής διαχείρισης αθλητή με ΣΔΙ είναι η στρατηγική παροχή επαρκούς ποσότητας υδατανθράκων στη διάρκεια της μέρας για τη διατήρηση ευγλυκαιμίας. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην πρόσληψη υγρών, ιδιαίτερα σε αγωνίσματα μακράς διάρκειας και υψηλής έντασης, αλλά και όταν αυτά πραγματοποιούνται σε θερμές και υγρές συνθήκες.

Η πρόσληψη υδατανθράκων είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψιν, διότι συσχετίζεται άμεσα με τις ινσουλινικές ανάγκες, επηρεάζοντας σημαντικά την αγωνιστική απόδοση. Σε γενικές γραμμές, προτείνεται μια συνολική ημερήσια πρόσληψη της τάξης των 5-12 γραμμαρίων/κιλό ΣΒ για την υποστήριξη της άσκησης και της αποκατάστασης. Εκτός των υδατανθράκων, η πρωτεΐνη είναι εξίσου σημαντικό μακροθρεπτικό στοιχείο, διότι διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην αποκατάσταση και μυοσύνθεση μετά το πέρας της άσκησης. Οι συστάσεις εδώ προτείνουν 1,2-1,4 γραμμάρια/κιλό ΣΒ για αθλητές αντοχής, ενώ 1,2-1,7 γραμμάρια/κιλό για αθλητές δύναμης. Αναφορικά με τα λιπαρά δεν υπάρχουν ιδιαίτερες συστάσεις και ουσιαστικά προτείνεται ένα γενικό εύρος πρόσληψης 20-25% των συνολικών ενεργειακών απαιτήσεων της ημέρας.

Η χρονική στιγμή της πρόσληψης υδατανθράκων φαίνεται επίσης πως είναι ιδιαίτερα σημαντική στη συγκεκριμένη κατηγορία αθλητών. Εάν για παράδειγμα, η χρονική περίοδος μεταξύ ενός γεύματος και της άσκησης είναι μικρότερη από 2-3 ώρες, ακόμη οι ταχείας δράσης ινσουλίνες πιθανόν να είναι ακόμη ενεργές, επηρεάζοντας έτσι την απόδοση. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο πολλοί αθλητές με ΣΔΙ προτιμούν να προπονούνται νηστικοί τις πρωινές ώρες, διότι έτσι μπορεί να αποφευχθεί η πιθανότητα εμφάνισης υπογλυκαιμίας.

Η διατροφική πρόσληψη μετά το πέρας της άσκησης είναι υψίστης σημασίας για την αποκατάσταση και την απόδοση του αθλητή. Η επανασύνθεση του γλυκογόνου αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο σε σχεδόν όλα τα είδη αγωνισμάτων. Για τον λόγο αυτό συστήνεται η πρόσληψη υδατανθράκων σε ποσότητες 1,2-1,5 γραμμάρια/κιλό/ΣΒ για ένα διάστημα αμέσως μετά το πέρας της άσκησης και έως 5 ώρες μετέπειτα. Η αποκατάσταση του γλυκογόνου είναι καίριας σημασίας για τον αθλητή αντοχής, κάτι το οποίο πρακτικά σημαίνει πως περίπου 500-600 γραμμάρια υδατανθράκων θα πρέπει να καταναλωθούν συνολικά μετά το πέρας της άσκησης, με παράλληλη μείωση της ινσουλινικής δόσης.

Μετά το πέρας της άσκησης παρατηρείται αυξημένη ευαισθησία στη δράση της ινσουλίνης και συνεχής μεταφορά γλυκόζης προς τους σκελετικούς μύες, αποσκοπώντας στην γλυκογονοσύνθεση. Έχει αποδειχθεί μάλιστα πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο εν δυνάμει γλυκογονικό περιεχόμενο μεταξύ διαβητικών και μη-διαβητικών αθλητών. Η υπεργλυκαιμία που συνοδεύει ασκήσεις και αγωνίσματα έντασης υποβοηθά την ταχύτερη αποκατάσταση του αθλητή. Αυτό βέβαια μπορεί να γίνει μονάχα αν χορηγηθεί ινσουλίνη μεταπροπονητικά, ωστόσο η δόση της πρέπει να είναι και πάλι συνετή, διότι πάντοτε υποβόσκει ο κίνδυνος βραδινής υπογλυκαιμίας. Συνεπώς, η αποκατάσταση καθώς και οι προπονητικές προσαρμογές, στις οποίες υπόκειται ένας αθλητής με ΣΔΙ, δε θεωρείται πως διαφέρουν από έναν μη-διαβητικό, εάν φυσικά ο πρώτος ακολουθεί ένα συστηματικό ινσουλινικό σχήμα, λαμβάνοντας υπόψιν την ορμονική επίδραση κάθε τύπου άσκησης.

Συντάκτης: Ελευθερία Νάκα
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.