Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων σε σχέση με τις διακοπές που κάνουν κάθε καλοκαίρι: αυτοί που ετοιμάζονται για νησιά κι εκείνοι που λένε «δεν πειράζει, θα πάμε στο εξοχικό». Διακοπές στο εξοχικό σημαίνει να ξυπνάς αργά, να πίνεις την καφεδάρα σου αργά, να κάνεις μια βουτιά στην παραλία με το πάσο σου και το βραδάκι να πίνεις το ποτάκι σου και να αράζεις με την παρέα στην ησυχία της θάλασσας. Ειδικά όταν ανήκει στους γονείς ή τους φίλους σου, είναι φθηνότερο, πιο πρόχειρο και με την ίδια προοπτική να περάσεις τέλεια.

Ωστόσο, κανείς δε σε προετοιμάζει για τα ψέματα που λες στον εαυτό σου σε σχέση με τις διακοπές και τώρα που το καλοκαιράκι σιγά σιγά τελειώνει, ήρθε η ώρα να τα βγάλουμε στη φόρα.

 

Μύθος 1: Απλά θα χαλαρώσεις και θα ξεκουραστείς

Ξυπνάς το πρωί με τον ήλιο να σε χτυπάει στα μάτια γιατί τα παντζούρια είναι του ’80, και το φως μπαίνει λες και έχεις τη λάμπα μπροστά στα μάτια σου. Δεν έχεις air condition (τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει στα εξοχικά!) και ο ανεμιστήρας κάνει λες και προσγειώνεται ελικόπτερο δίπλα από το σπίτι σου. Το θετικό είναι τα πουλιά και η φύση που σε ηρεμούν, γιατί ας μη γελιόμαστε, υπάρχουν κι αυτοί που λατρεύουν τη φάση του ύπνου δίπλα στη φύση.

Πας στην κουζίνα κι εκεί σε περιμένει η σημερινή αποστολή: να πλύνεις τα πιάτα. Αύριο να καθαρίσεις αυλές. Μεθαύριο, μη σου πω, να μαζέψεις σύκα. Αλήθεια, μετά από κάποιες μέρες η σπονδυλική σου στήλη ξεκουράζεται μόνο γιατί οι υπόλοιπες δουλειές δεν έχουν σταματήσει να σε καταδιώκουν.

 

Μύθος 2: Μπορείς να κάνεις και το μπανάκι σου όποτε θέλεις

Ναι, εννοείται θα πας και θάλασσα. Αφού πρώτα κουβαλήσεις ομπρέλες, καρεκλάκια, τάπερ με φρούτα, νερά και την υπαρξιακή σου κρίση. Ξέρεις κάθε πέτρα, κάθε γείτονα που σε κοιτάει κι αναρωτιέται αν είσαι εσύ όντως, κάθε παιδάκι που κλαίει. Κι αφού μπεις και πεις τι ωραία που είναι η θάλασσα, και πριν καν ολοκληρώσεις αυτήν τη σκέψη, σου έχουν έρθει στο μυαλό ήδη τα 100 πράγματα που έχεις να κάνεις, όπως το να πας για ψώνια να πάρεις τα βασικά: νερά, μπίρες, καρπούζι.

Το απογευματάκι γυρνάς σπίτι αφού έχεις κατακαεί γιατί δεν έβαλες και τόσο αντηλιακό, με νερό στα αυτιά προσπαθώντας να κάνεις μπάνιο μέχρι να φύγει και ο τελευταίος κόκκος άμμου. Τελικά, το απολαυστικό μπανάκι του «δυο βήματα είναι η θάλασσα» καταλήγει να είναι μαρτύριο έτσι κι αλλιώς.

 

Μύθος 3: Το χαλαρό ποτάκι το βραδάκι

Εδώ έρχεται η απόλυτη ψευδαίσθηση: το ποτάκι στο μπαλκόνι. Εκείνα τα βράδια που θεωρητικά κάθεσαι χαλαρά, με μπιρίτσα στο χέρι, χαμηλά τη μουσική και κουβέντα για τη ζωή. Πρακτικά όμως, έχεις κουνούπια δολοφόνους που σου κάνουν attack, οπότε γρήγορα πρέπει να βάλεις το φιδάκι, μια καρέκλα που τρίζει επικίνδυνα και πιθανόν να σπάσει και να πέσεις μέσα της, κι έναν θείο που λέει ξανά την ιστορία για τότε που πήγε στον στρατό.

Πας να ανοίξεις το κινητό να scrollάρεις, δεν έχει σήμα κι ας έφτιαξες το ίντερνετ. Τελικά, βάζεις το κινητό στην άκρη και κοιτάς τα φώτα στον απέναντι λόφο και λες στον εαυτό σου «δεν πειράζει, τουλάχιστον έχει δροσιά». Και ναι, έχει. Μαζί με υγρασία όμως που κολλάει πάνω σου σαν βδέλλα.

 

Μύθος 4: Δε χρειάζεσαι περισσότερα

Τι άλλο να ζητήσεις; Ένα ωραίο εξοχικό, καλή παρέα, μια μπίρα στο χέρι κι ένα βιβλίο για να διαβάσεις. Μια χαρά, δεν είναι; Τότε γιατί νιώθεις συνεχώς ότι κάτι λείπει; Μήπως νιώθεις ενοχές που εσύ κάθεσαι ενώ άλλοι δουλεύουν; Μήπως αγχώνεσαι για τα λεφτά; Μήπως δεν έκλεισες ποτέ το κινητό σου γιατί σου περνάει συνεχώς από το μυαλό ότι θα σε θέλουν για κάτι σημαντικό; Εκεί καταλαβαίνεις ότι η λέξη «χαλάρωση» είναι σχετική. Σου περνάει από το μυαλό ότι θα το απολαύσεις, αλλά καταλήγεις να συζητάς τι δουλειές πρέπει να γίνουν από Σεπτέμβρη. Πια μεγάλωσες, δεν είσαι επισκέπτης, αλλά υπεύθυνος. Και κάπως έτσι, ανάμεσα στο φαγητό της μαμάς και στις λάμπες που τρεμοπαίζουν σαν θρίλερ του Netflix, συνειδητοποιείς ότι δεν είναι πια διακοπές. Είναι όπως στο σπίτι, με εξτραδάκι κανένα μπάνιο και κανένα ποτάκι.

Για να μην είμαι άδικη, δεν είναι χάλια. Υπάρχουν κι αυτοί που τους αρέσει αυτό το vibe. Το εξοχικό έχει και τη γλύκα του, εκεί είναι όλες οι παιδικές σου αναμνήσεις, εκεί μυρίζει καλοκαίρι και σπιτικό μαζί, έχεις χώρο, έχεις αυλή, έχεις πράγματα που αν μένεις σε πόλη σίγουρα δεν τα βρίσκεις. Έχει αυτό το κάτι, το ξεχωριστό. Αλλά οι δουλειές τρέχουν. Πάντα πρέπει κάτι να φτιαχτεί, να καθαριστεί, να ποτιστεί. Κι εσύ επαναλαμβάνεις τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά που πας, σχεδόν μηχανικά πια. Γυρνάς πιο κουρασμένος από ό,τι έφυγες, απλώς λίγο πιο μαυρισμένος. Έχει κι αυτό τη χάρη του.

Συντάκτης: Νικόλ Τ.